Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

ΑΝΟΙΞΑ ΜΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΓΑΠΗΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΠΛΟΓΚΕΡΣ.ΚΑΤΕΘΕΣΑ ΣΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΥΓΕΙΑ ΠΟΛΥ ΕΥΤΥΧΙΑ,ΧΑΡΑ,ΕΙΡΗΝΗ.ΞΟΔΕΨΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΜΕ ΚΕΦΙ ΚΑΙ ΟΡΕΞΗ !!!




glitter-graphics.com

Του νέου χρόνου ζήτησα,
όλοι οι καλοί μου φίλοι,
να 'ναι με το χαμόγελο
συνέχεια στα χείλη.

Καλή χρονιά σε όλους!!

Καλη χρονια σε ολους με υγεια, ευτυχια, αγαπη, καλη διαθεση και να γινουν πραξη οι επιθυμιες μας.

ΣΑΣ ΔΙΝΩ ΜΟΝΟ ΔΥΟ ΕΥΧΕΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΧΡΟΝΟ
ΠΑΜΠΛΟΥΤΟΙ ΝΑ ΣΤΕ ΣΤΗ ΧΑΡΑ
ΚΑΙ ΠΑΜΦΤΩΧΟΙ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ.

ΜΕ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ
ΜΟΝΟ ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
ΝΑ ΕΡΘΟΥΝΕ ΓΙΑ ΦΕΤΟΣ

xmas_keria




xmas_keria


christmas



Graphics.dom.gr


Το σπάσιμο του ροδιού, έθιμο της Πελοποννήσου



Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας – δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι, για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: "με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά".
Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.

ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ

Μία παράδοση της Κωνσταντινούπολης λέει τα εξής: Όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας ζητάω αμέσως, τους είπε εκείνος, να μου φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει». Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραύνθηκε χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα τους. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος γιατί είχαν προσφέρει πολλά όμοια αντικείμενα, δηλαδή δαχτυλίδια, νομίσματα κ.λ.π. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργό τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθούν το απόγευμα του Σαββάτου μικρές πίτες και μέσα σε καθεμιά τοποθέτησε από ένα αντικείμενο. Την επόμενη μέρα έδωσε από μία σε κάθε Χριστιανό. Και τότε έγινε το θαύμα! Μέσα στην πίτα του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε χρόνο, στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΖΩΗΣ(ΔΥΟ ΜΩΡΑ ΣΕ ΜΙΑ ΦΑΤΝΗ)ΚΑΙ ΑΣ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΟΜΟΡΦΑ ΦΕΤΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΠΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ!!!!!!


glitter-graphics.com

ΕΥΧΟΜΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ-ΟΛΕΣ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
ΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑΤΕ ΠΑΝΤΑ....ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΠΑΝΤΑ ΑΓΑΠΗ...ΝΑ ΤΗ ΔΙΝΕΤΕ ΑΠΛΟΧΕΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗ ΔΕΧΕΣΤΕ.
ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΤΕ ΚΑΝΕΝΑΝ,ΝΑ ΠΕΙΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΣΑΣ.
ΜΗ ΞΕΧΝΑΤΕ ΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΟ.
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΜΕΡΑ.ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ.
_____________________________________________________________
ΙΣΤΟΡΙΑ ΖΩΗΣ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΑΠΟ ΕΝΑ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΕΝΑ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ ΔΥΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ.

ΤΟ 1994 ΔΥΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΗΚΑΝ ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΔΑΞΟΥΝ ΗΘΙΚΗ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΟΛΕΣ,ΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΟΙ ΣΤΙΣ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ.
ΕΙΧΑΝ ΔΙΔΑΞΕΙ ΣΕ ΦΥΛΑΚΕΣ,ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ,ΣΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ Σ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ.
ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ ΥΠΗΡΧΑΝ 100 ΠΕΡΙΠΟΥ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΜΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ.
ΠΛΗΣΙΑΖΑΝ ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΟΥ 1994 ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟΥ ΑΚΟΥΓΑΝ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.ΕΜΑΘΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΣΤΗ ΒΗΘΛΕΕΜ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΡΗΚΑΝ ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΠΑΝΔΟΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΠΗΓΑΝ ΣΕ ΕΝΑ ΣΤΑΒΛΟ ΟΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΦΑΤΝΗ.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΛΗΞΗ ΤΟΥΣ.ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑΝ ΝΑ ΜΗ ΧΑΣΟΥΝ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ.

ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ,ΕΔΩΣΑΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΡΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΧΑΡΤΟΝΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΜΙΑ ΦΑΤΝΗ.ΤΟΥΣ ΕΔΩΣΑΝ ΕΠΙΣΗΣ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΕΣ ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΠΕΤΣΕΤΕΣ ΟΠΟΥ ΚΟΒΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΒΑΛΑΝ ΓΙΑ ΑΧΥΡΟ .ΛΙΓΗ ΤΣΟΧΑ ΚΑΦΕ ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΟΥΝ ΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ ΤΟΥ ΜΩΡΟΥ ΚΑΙ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΟΥΡΕΛΑΚΙ ΓΙΑ ΚΟΥΒΕΡΤΑ.
ΟΛΑ ΛΟΙΠΟΝ ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ ΑΡΧΙΣΑΝ ΝΑ ΦΤΙΑΧΝΟΥΝ ΒΙΑΣΤΙΚΑ ΤΙΣ ΦΑΤΝΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ.ΟΛΑ ΠΗΓΑΙΝΑΝ ΚΑΛΑ ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΕ Η ΣΕΙΡΑ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΜΙΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΞΕΙ ΤΙ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΙ.ΦΑΙΝΟΤΑΝ ΜΕΧΡΙ ΕΞΙ ΧΡΟΝΩΝ ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΠΡΩΤΟΣ ΤΗ ΦΑΤΝΗ.
ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΑΣΑΝ ΟΙ ΔΥΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΚΑΙ ΕΚΠΛΗΚΤΟΙ ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΦΑΤΝΗ,ΕΙΔΑΝ ΜΕΣΑ ΔΥΟ ΜΩΡΑ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΕΝΑ.ΚΟΙΤΑΓΑΝ ΑΠΟΡΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ
ΕΚΠΛΗΚΤΟΙ ΦΩΝΑΞΑΝ ΓΡΗΓΟΡΑ ΤΟΝ ΔΙΕΡΜΗΝΕΑ ΓΙΑ ΝΑ ΡΩΤΗΣΟΥΝ ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΙΣΑ ΣΤΑΥΡΩΣΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΗ ΦΑΤΝΗ,ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ.Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΠΟΥ ΑΚΟΥΓΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΦΟΡΑ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ,ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΠΟΥ Η ΜΑΡΙΑ ΕΒΑΛΕ ΤΟ ΜΩΡΟ ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ.
ΕΚΕΙ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΙΣΑ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΕΠΙΝΟΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ,ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΛΕΕΙ:

<ΚΑΙ ΟΤΑΝ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΜΑΡΙΑ ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΜΩΡΟ ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ,Ο ΙΗΣΟΥΣ ΜΕ ΚΟΙΤΑΞΕ ΚΑΙ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ ΕΑΝ ΕΙΧΑ ΜΕΡΟΣ ΝΑ ΜΕΙΝΩ.ΕΓΩ ΤΟΥ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΓΙ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΠΟΥ ΝΑ ΜΕΙΝΩ. ΤΟΤΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΕΚΕΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥ.ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ,ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΠΟΙΟ ΔΩΡΟ ΝΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ.ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΟΜΩΣ ΟΤΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΤΗ ΖΕΣΤΑΣΙΑ ΜΟΥ ΑΦΟΥ ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΦΑΤΝΗ. ΓΙ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΡΩΤΗΣΑ: ΕΑΝ ΣΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΖΕΣΤΑΣΙΑ,ΑΥΤΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟ ΔΩΡΟ ΓΙΑ ΣΕΝΑ; ΚΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ: ΕΑΝ ΜΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ ΖΕΣΤΑΣΙΑ,ΑΥΤΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ ΠΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΩΣΕΙ. ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ ΜΠΗΚΑ ΚΑΙ ΓΩ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ ΕΙΠΕ Ο ΜΙΚΡΟΣ,ΑΦΟΥ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ>.

ΟΤΑΝ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ,ΤΑ ΜΑΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΜΠΑΝ ΓΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΔΑΚΡΥΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΟΥΣΚΕΥΑΝ ΤΑ ΜΑΓΟΥΛΑ ΤΟΥ.ΣΚΕΠΑΣΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΣΚΥΨΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ .
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΟΡΦΑΝΟ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΚΑΠΟΙΟΝ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΠΕ,ΟΥΤΕ ΘΑ ΤΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΟΤΑΝ.
ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΘΑ ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΑΦΟΥ Ο ΙΔΙΟΣ ΗΤΑΝ Η ΖΩΗ!!


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΦΩΤΑ,ΟΙ ΓΙΡΛΑΝΤΕΣ,ΤΑ ΔΩΡΑ,ΤΑ ΓΕΛΙΑ,Η ΜΟΥΣΙΚΗ,ΤΟ ΓΙΟΡΤΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ,ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ.ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΤΑ ΥΛΙΚΑ.ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΞΟΥΜΕ ΣΥΜΠΟΝΟΙΑ,ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΥΣ ΓΥΡΩ ΜΑΣ.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ,ΑΛΛΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΝΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ,ΑΦΟΥ ΕΚΕΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΖΩΗΣ.

Καλήν ημέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν Γέννησιν
να πω στ' αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρει η κτήσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών
και Ποιητής των όλων.

christmas_animated_gif

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


Bells_xmas


Ισπανικά: Feliz Navidad

Ρώσικα: ’S Rozhdestvom khristovym

Ιαπωνικά: Meri Kurisumasu

Γαλλικά: Joyeux Nol

Γερμανικά: Frohes Weihnachtsfest

Τσέχικα: Prejeme Vam Vesele Vanoce

Πορτογαλικά: Feliz Natal

Ινδικά: Shub Naya Baras

christmas

ΧΑΜΟΓΕΛΑΤΕ ΠΑΝΤΑ!!!!!!!!!!!!!!!

ΣΑΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ

Μια οικογένεια κάθεται στο τραπέζι για το βραδινό φαγητό. Ο γιος ρωτά τον πατέρα του.
-Μπαμπάς, πόσα είδη από γυναικεία στήθη υπάρχουν;
Ο πατέρας, έκπληκτος, απαντά:
-Γιε μου υπάρχουν τρία είδη στήθη ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας. Στα 20 χρόνια, τα στήθη των γυναικών είναι όπως τα πεπόνια, στρογγυλά και στητά. Στα 30 και στα 40, είναι όπως τα αχλάδια, εξακολουθούν να είναι όμορφα αλλά είναι και λίγο πεσμένα. Μετά από τα 50, είναι σαν τα κρεμμύδια.
-Τα κρεμμύδια;
-Ναι, τα βλέπεις και βάζεις τα... κλάματα!
Αυτό εξαγρίωσε τη σύζυγο και την κόρη που άκουγαν. Λέει λοιπόν η κόρη στη μαμά:
-Μαμά, πόσα είδη από ανδρικά «πουλιά» υπάρχουν;
Η μητέρα, έκπληκτη, χαμογελά κοιτάζει την κόρη της και απαντά:
-Κόρη μου υπάρχουν τρία είδη «πουλιά» ανάλογα με την ηλικία του άντρα. Στα 20, το «πουλί» είναι σαν την βελανιδιά, γερό και σκληρό. Στα 30 και στα 40 του, είναι σαν την λυγαριά, εύκαμπτο αλλά αξιόπιστο. Μετά τα 50 του, είναι σαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
-Σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο;
- Ναι, νεκρό από τη ρίζα και με τις μπάλες... διακοσμητικές.

_____________________________________________________________________________________________________

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________



Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΙΓΚΟΥΝΗ ΣΚΡΟΥΤΖ ΠΟΥ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΛΛΑΞΕ!!!!!


Παραμονή Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω απ το γραφείο του, ο Εμπενέζερ Σκρούτζ δούλευε ασταμάτητα. Το δωμάτιο ήταν μάλλον κρύο, γιατί τα λιγοστά κάρβουνα στη σόμπα δεν ζέσταιναν αρκετά. Όχι όχι έλειπαν του Σκρούτζ τα χρήματα για ν αγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Αλλά ο Εμπενέζερ Σκρούτζ ήταν ένας φοβερός τσιγκούνης! Στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς θερμάστρα, εργαζόταν ο Μπόμπ Κράτσιτ, ο κλητήρας του, πού έτρεμε ολόκληρος από την παγωνιά. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας χαμογελαστός άντρας μπήκε στο γραφείο.

«Θείε, Καλά Χριστούγεννα!».

«Κακά, ψυχρά κι ανάποδα…» γκρίνιαξε ο Σκρούτζ.

«Θείε μου, μή μουτρώνεις. Ήρθα να σε καλέσω για το μεσημέρι», είπε ο Φρέντ, ο ανιψιός του.

Αλλά ο Σκρούτζ αρνήθηκε την πρόσκληση. Ποτέ του δεν γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Τα θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Όμως η απάντηση του Σκρούτζ δε χάλασε το κέφι του Φρέντ. Έφυγε χαμογελαστός, αφού προηγουμένως αντάλλαξε ευχές με τον Μπόμπ Κράτσιτ.

Λίγα λεπτά αργότερα χτύπησαν την πόρτα. Ο υπάλληλος έτρεξε ν ανοίξει. Παρουσιάστηκαν δυο κύριοι.

«Εδώ είναι η εταιρεία Σκρούτζ και Μάρλεϊ;» ρώτησε ο πρώτος.

«Ο συνέταιρός μου, ο Μάρλεϊ, πέθανε σαν απόψε πριν από εφτά χρόνια», του απάντησε ψυχρά ο Σκρούτζ.

«Τα συλλυπητήρια μου», είπε ο δεύτερος.

«Εμείς κάνουμε έρανο για τους φτωχούς. Αύριο, πού ξημερώνει μέρα χαράς, υπάρχουν, δυστυχώς, άνθρωποι πού υποφέρουν από το κρύο και την πείνα. Μπορούμε να έχουμε τη συνδρομή σας;».

Ο γέρο-σπαγκοραμμένος δεν είχε σκοπό να ξοδέψει ούτε μία πένα για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και απάντησε αρνητικά στους δυο επισκέπτες.

Εκείνοι έφυγαν απογοητευμένοι, χωρίς να τον πιέσουν περισσότερο.

Νύχτωσε. Ήρθε η ώρα να κλείσει το γραφείο. Ο Σκρούτζ φόρεσε το παλτό και το καπέλο του και πήρε στο χέρι το μπαστούνι του. Με τη σειρά του, ο Μπόμπ Κράτσιτ ετοιμάστηκε κι αυτός να φύγει.

«Υποθέτω ότι δεν θέλεις να δουλέψεις αύριο», του είπε ο Σκρούτζ με δυσφορία. Ο Μπόμπ κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

«Α-α-αν δε σάς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκρούτζ», τραύλιζε ο καημένος ο Μπόμπ.

«Δε μου αρέσει να σε πληρώνω όταν δεν εργάζεσαι», τον διέκοψε ο Σκρούτζ. «Πάντως, μεθαύριο θα πιάσεις από νωρίς δουλειά!».

Ο Μπόμπ τον ευχαρίστησε κι έτρεξε έξω να βρεί κάτι παιδάκια πού διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στον παγωμένο δρόμο.

Αδιαφορώντας για τη γιορταστική ατμόσφαιρα, ο Σκρούτζ έφαγε, όπως συνήθως, μόνος του σε μια γειτονική ταβέρνα.

Έπειτα, τράβηξε για το σπίτι του. Το κτίριο όπου έμενε βρισκόταν στην άκρη ενός στενού και σκοτεινού δρόμου. Το παλιό και φθαρμένο διαμέρισμα ανήκε κάποτε στο συνέταιρό του, τον Τζάκ Μάρλεϊ.

Ο Σκρούτζ έβγαλε το κλειδί για να ξεκλειδώσει την εξώπορτα. Το ρόπτρο, αν και μεγάλο, δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερα όμορφο πάνω του. Κι όμως, εκείνη τη βραδιά έμοιαζε λουσμένο σ ένα απόκοσμο φώς. Ο Σκρούτζ, πραξενεμένος, έσκυψε να εξετάσει καλύτερα… και τότε αντίκρισε το πρόσωπο του Μάρλεϊ να τον κοιτάζει!.. Την επόμενη στιγμή όμως ξανάγινε ένα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ο Σκρούτζ μπήκε στο διαμέρισμα, μαντάλωσε την πόρτα πίσω του και προχώρησε στη σάλα.

Στη συνέχεια, έβγαλε το παλτό του, φόρεσε τις παντόφλες του και κάθησε μπροστά στο τζάκι. Πάνω στη σχάρα τρεμόσβηναν λίγες αδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, απ τη μεριά της αποθήκης άκουσε να σέρνονται βαριές αλυσίδες. Μέσα από την κλειστή πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιά καί, αιωρούμενη, ήρθε και στάθηκε στη μέση του δωματίου. Τούτη τη φορά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ήταν το φάντασμα του παλιού συνεταίρου του Σκρούτζ, πού είχε πεθάνει ακριβώς πριν εφτά χρόνια. Ο γέρος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.

«Ποιός είσαι;» ψιθύρισε.

«Ποιός ήμουν!» τον διόρθωσε το φάντασμα. «Ήμουν ο Τζάκ Μάρλεϊ, ο συνέταιρός σου. Δε με θυμάσαι;».

Το φάντασμα του Μάρλεϊ κάθησε στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Ο Σκρούτζ, πού κόντευε να λιποθυμήσει από το φόβο του, τον ρώτησε ικετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».

«Βλέπεις αυτές τις αλυσίδες;» τον ρώτησε το φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους αντιπροσωπεύει και μία άσχημη κουβέντα της ζωής μου. Όσο για τα βαριά χρηματοκιβώτια πού σέρνω; Είναι τα πλούτη πού συγκέντρωσα και δεν τα χρησιμοποίησα σωστά. Όλα αυτά θέλω να τα σκεφτείς σοβαρά και να δείς και τη δική σου ζωή αλλιώς, Σκρούτζ!». Το φάντασμα σώπασε για λίγο κι ύστερα συνέχισε:

«Ήρθα να σε προειδοποιήσω. Έχεις ακόμη μια ευκαιρία να γλιτώσεις από τη δική μου μοίρα, θα έρθουν τρία πνεύματα. Το πρώτο θα σε επισκεφθεί απόψε, στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Το δεύτερο αύριο, την ίδια ώρα. Και το τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει το ρολόι δώδεκα. Αυτή είναι η τελευταία σου ελπίδα!..».

Και με τα λόγια αυτά ο Μάρλεϊ ξαναέφυγε για να συναντήσει τα άλλα φαντάσματα πού περιπλανιούνται ασταμάτητα στις ομίχλες της αιωνιότητας. Εξαντλημένος ο Σκρούτζ, έπεσε χωρίς να γδυθεί στο κρεβάτι του κι αποκοιμήθηκε αμέσως.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Ήταν ακόμη σκοτάδι όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ. Νόμισε πώς το ρολόι είχε σταματήσει, θυμόταν ότι έπεσε να κοιμηθεί μετά τις δυό. Το ρολόι χτύπησε μία ακριβώς.

Αμέσως, μια λάμψη δυνατή πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα. Ο Σκρούτζ ανασηκώθηκε και τότε είδε εμπρός του μια περίεργη οπτασία. Είχε το ανάστημα, το πρόσωπο, τα χέρια ενός μικρού παιδιού, αλλά τα μαλλιά της ήταν ολόλευκα όπως ενός γέρου. Από τον ώμο, πάνω από το λευκό, κοντό χιτώνιό της, κρεμόταν μια γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο του χειμώνα.

«Μή φοβάσαι», του είπε η οπτασία. «Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω».

Πήρε τον Σκρούτζ από το χέρι και τον οδήγησε στο παράθυρο.

Ο Σκρούτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, αλλά το Πνεύμα τον ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από στέγες και αγρούς. Κι ήταν πρωί όταν έφτασαν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη.

«Μά, εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ο Σκρούτζ.

«Έ, τότε, θα ξέρεις το δρόμο για να έρθεις εδώ», τον ρώτησε το Πνεύμα.

«θά μπορούσα να τον βρώ με κλειστά μάτια», απάντησε εκείνος.

«Κι όμως, δείχνεις σαν να έχεις ξεχάσει ακόμη και την ύπαρξη αυτού του τόπου», παρατήρησε αυστηρά το Πνεύμα.

Ύστερα βάδισαν πάνω στο χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Αγρότες με τις άμαξες, παιδιά με τ αλογάκια τους. Ο Σκρούτζ τους θυμόταν όλους. Τους φώναξε μάλιστα με τα ονόματά τους. Αλλά κανείς δεν του απάντησε!

«Είναι μόνο σκιές», του εξήγησε το Πνεύμα, «δέν μάς βλέπουν».

Ο Σκρούτζ χάρηκε πολύ πού ξαναείδε φίλους και γνωστούς από τα νιάτα του. Και τούτη η χαρά ήταν πρωτόγνωρη γι αυτόν. Σε λίγο, οι δυο ταξιδιώτες έφτασαν σ ένα χωριουδάκι. Μπήκαν σ ένα μεγάλο κτίριο χτισμένο από τούβλα. Στο εσωτερικό αντίκρισαν σειρές θρανία. Ήταν σχολείο με οικότροφους μαθητές, πού σπούδαζαν μακριά από τις οικογένειές τους.

Σε κάποιο θρανίο, ένα μοναχικό αγόρι, καθόταν και διάβαζε. Κατά τρόπο μαγικό, οι ήρωες του βιβλίου πρόβαλαν εμπρός στο παιδί – ο Αλή Μπαμπά με την ανατολίτικη φορεσιά του, ο Ροβινσών Κρούσος με τον παπαγάλο του στον ώμο, κι άλλοι πολλοί. Στην αρχή ο Σκρούτζ ενθουσιάστηκε βλέποντας τους ήρωες των σχολικών του χρόνων. Έπειτα, όμως, κατάλαβε. Το μοναχικό αγόρι, με μοναδική παρέα τα βιβλία, ήταν ο εαυτός του. Κάθησε, τότε, σ ένα θρανίο και έκλαψε πικρά.

«Πάμε τώρα να επισκεφτούμε κάποια άλλα Χριστούγεννα», του πρότεινε το Πνεύμα.

Καθώς μιλούσε, παρατήρησε ότι το παιδί μεγάλωσε κι έγινε έφηβος. Ο Σκρούτζ ήξερε πολύ καλά ότι ο νεαρός ήταν πάλι μόνος. Οι άλλοι μαθητές θα επέστρεφαν στα σπίτια τους για τις διακοπές.

Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Μια νέα και όμορφη κοπέλα μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα. Ήρθε και τον αγκάλιασε.

«Αδελφούλη μου», του φώναξε. «Ήρθα να σε πάρω. Θα πάμε στο σπίτι να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα!».

«Στο σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ο νεαρός Σκρούτζ.

«Ναί, ζήτησα από τον πατέρα να σ αφήσει να ξαναγυρίσεις για πάντα στο σπίτι. Συμφώνησε. Δε θα ξαναπάς εσωτερικός στο σχολείο!», του ξαναφώναξε χαρούμενη.

«Είναι πολύ γλυκιά με χρυσή, με χρυσή καρδιά», σχολίασε το Πνεύμα. «Νομίζω ότι πέθανε νέα, πάνω στη γέννα!».

«Ναί…» απάντησε σκεφτικός ο Σκρούτζ.

Βγήκαν από το σχολείο και περιπλανήθηκαν στους δρόμους. Οι βιτρίνες των καταστημάτων ήταν στολισμένες για τα Χριστούγεννα. Το Πνεύμα στάθηκε εμπρός σ ένα κατάστημα και ρώτησε τον Σκρούτζ αν το αναγνωρίζει. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και είπε: «Εδώ πρωτοεργάστηκα σαν μαθητευόμενος!».

Μπήκαν μέσα. Ένας ηλικιωμένος κύριος καθόταν στο γραφείο.

«Αυτός είναι ο γερό-Φέζιβικ!.. Ο γερό-Φέζιβικ αναστημένος!..» φώναξε μ ενθουσιασμό ο Σκρούτζ.

Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός Σκρούτζ κι ένας άλλος μαθητευόμενος μπήκαν στην αίθουσα.

«Μαζέψτε τα όλα», τους είπε ο Φέζιβικ, «νά ετοιμάσουμε τη γιορτή!».

Οι μαθητευόμενοι δεν περίμεναν να το ακούσουν δεύτερη φορά. Πριν προλάβει ο γέρο-Σκρούτζ ν ανοιγοκλείσει τα μάτια, όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Η γιορτή είχε οργανωθεί για όλους τους υπαλλήλους του Φέζιβικ.

Σύντομα η μουσική και ο χορός άναψαν το κέφι για τα καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα και ποτά. Ήταν πιά αργά όταν ξεκίνησαν να φύγουν οι καλεσμένοι. Ο κύριος και η κυρία Φέζιβικ έσφιξαν τα χέρια όλων και τους ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Έσφιξαν τα χέρια ακόμη και των νεαρών μαθητευομένων πριν πάνε στα κρεβάτια τους στο πίσω μέρος του καταστήματος. Ο γέρο-Σκρούτζ έδειχνε ξετρελαμένος καθώς παρακολουθούσε αυτή τη σκηνή. Ένιωθε τόση χαρά, λες και συμμετείχε πραγματικά στη γιορτή. Αργά τη νύχτα το Πνεύμα και ο Σκρούτζ άκουσαν τους μαθητευομένους να κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Παίνευαν το γέρο-Φέζιβικ και τον ευγνωμονούσαν για την ωραία γιορτή πού τους ετοίμασε.

«Και του κόστισε μόνο τρεις ή τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως ειρωνικά το Πνεύμα. «Έξοδο πού άξιζε τον κόπο!». «Το κόστος δεν ήταν υλικό», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ. «Ανεξάρτητα από τα χρήματα, η γιορτή θα είχε επιτυχία γιατί ο Φέζιβικ ήταν καλός άνθρωπος και πάντοτε ακτινοβολούσε χαρά κι ευτυχία!».

Ξαφνικά ο Σκρούτζ έκοψε την κουβέντα του απότομα.

«Τί σου συμβαίνει;» τον ρώτησε το Πνεύμα. «Μήπως έγινε κάτι πού σε τάραξε;».

«Όχι, τίποτα… Νά, θα ήθελα μόνο να έχω πεί κάτι στον κλητήρα μου».

Η σκηνή άλλαξε. Τώρα ο Σκρούτζ ήταν πλέον ώριμος άντρας. Και μία νέα γυναίκα εγκατέλειπε το σπίτι. Έκλαιγε η καημένη, βουβά. Γύρισε και του είπε:

«Κάποτε ήμασταν φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι. Τώρα σε κυβερνά το πάθος σου για το χρήμα!».

«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δεν άλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ.

«Εγώ έμεινα η ίδια. Εσύ όμως άλλαξες. Δεν μπορώ να σε παντρευτώ. Σου εύχομαι κάθε ευτυχία στη σταδιοδρομία πού διάλεξες».

Και με τα λόγια αυτά η γυναίκα βγήκε στο δρόμο, ενώ ο άντρας δε δοκίμασε να τη σταματήσει.

«Πνεύμα», φώναξε ο γέρο-Σκρούτζ, «σταμάτα να με βασανίζεις, θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Δεν αντέχω τις δυσάρεστες αναμνήσεις».

Μέσα σε μία στιγμή πέρασαν χρόνια. Και ξαναείδαν τη νέα γυναίκα. Τώρα γελούσε τρισευτυχισμένη με την κόρη της. Σε διαφορετικές περιστάσεις θα μπορούσε να είναι το παιδί του Σκρούτζ. Ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο. Η μικρή έτρεξε και τον φίλησε. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις εμπρός στο αναμμένο τζάκι.

«Δεν το αντέχω», μούγκρισε ο γερο-Σκρούτζ με φωνή σπασμένη. Και στράφηκε απελπισμένος προς το Πνεύμα, πού μέσα στην ολοφώτεινη ανταύγεια του έμοιαζε σαν να ειρωνεύεται την απελπισία του. Σε λίγο η οπτασία του Πνεύματος άρχισε ν απομακρύνεται και να σβήνει σιγά-σιγά, μέχρι πού εξαφανίστηκε τελείως. Ο Σκρούτζ ένιωσε αφάνταστα κουρασμένος. Τα μάτια του βάρυναν. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. Μόλις πού πρόλαβε να ξαπλώσει στο κρεβάτι κι έπεσε σε ύπνο βαθύ.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

Όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ, το ρολόι χτυπούσε μία. Μια κατακόκκινη λάμψη ερχόταν απ τη σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα του και πήγε να δεί τί συμβαίνει. Η σάλα είχε μεταμορφωθεί! Από το πάτωμα ως το ταβάνι ήταν στολισμένη με κισσό, λιόπρινο και ιξό. Στο τζάκι έκαιγε μία ζωηρή φωτιά και στη γωνιά υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από φαγητά-γαλοπούλες, χήνες, πατάτες, μήλα, καρύδια – ενώ πάνω στην κορυφή καθόταν χαμογελαστός ένας γίγαντας μ ένα δαυλό αναμμένο στο αριστερό του χέρι.

«Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος», του φώναξε φιλικά. «Έλα!». Ο Σκρούτζ παρατήρησε το Πνεύμα. Ήταν ντυμένο μ ένα μακρύ λευκό χιτώνα. Και πάνω στα μακριά μαύρα του μαλλιά φορούσε ένα στεφάνι από λιόπρινο.

«Πήγαινε με όπου θέλεις», ξερόβηξε ο Σκρούτζ. «Πήρα ήδη μερικά μαθήματα απ το συνάδελφό σου. Είμαι έτοιμος να παρακολουθήσω και τα δικά σου».

«Τότε πιάσου από τον ποδόγυρο του χιτώνα μου», απάντησε ο γίγαντας.

Η χαρούμενη σάλα, η διακόσμηση, τα φαγητά, όλα εξαφανίστηκαν.

Βρέθηκαν έξω από το σπίτι του υπαλλήλου του, του Μπόμπ Κράτσιτ και κοίταξαν από το παράθυρο. Η κυρία Κράτσιτ και οι τρεις κόρες της φορούσαν παλιά φθαρμένα φορέματα, στολισμένα όμως με κορδέλες για τη γιορτή, και κάθονταν στο τραπέζι. Ξαφνικά, μπήκαν τρέχοντας δυο αγοράκια.

«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολά από το δρόμο!» φώναξαν με ενθουσιασμό. Πίσω τους ερχόταν ο πατέρας τους. Στους ώμους του κουβαλούσε το μικρότερο γιό του, τον Τίμ. Τον απέθεσε προσεκτικά στο πάτωμα. Το παιδί ήταν άρρωστο και βάδιζε με δεκανίκι.

Κάθησαν όλοι στο γιορτινό τραπέζι. Η μικρή γαλοπούλα μοιράστηκε πολύ προσεκτικά ώστε να φτάσει για όλους. Πάντως η σκηνή ήταν χαρούμενη. Οι δυο γονείς πρόσεχαν ιδιαίτερα τον ανάπηρο Τίμ. Ένα χαμόγελο φώτισε το χλωμό του προσωπάκι.

«Πνεύμα», ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον ο Σκρούτζ, «ο μικρός Τίμ θά… ζήσει ακόμη για πολύ;».

«Χμμ… τον περιβάλλουν σκιές. Αν το μέλλον δεν τις μεταβάλει, το παιδάκι θα πεθάνει! Αλλά εσένα τί σε νοιάζει; Ένα στόμα λιγότερο σε τούτο τον πυκνοκατοικημένο κόσμο. Έτσι δεν είναι;».

Ο Σκρούτζ τότε θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε επαναλάβει πολλές φορές αυτή τη φράση. Και κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος.

Ξαφνικά, χωρίς το Πνεύμα να προσθέσει άλλη λέξη, βρέθηκαν στο σπίτι του ανιψιού του. «Ο θείος Σκρούτζ μάς θεωρεί τρελούς πού γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Κι έτσι, αρνήθηκε να φάει μαζί μας σήμερα», είπε ο Φρέντ.

«Τί απαίσιος άνθρωπος», αναστέναξε η γυναίκα του υποτιμητικά και οι καλεσμένοι κούνησαν τα κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Αλλά ο Φρέντ πρόσθεσε πικραμένος: «Εγώ, πάντως, λυπάμαι ειλικρινά πού ο θείος έχασε μία ευκαιρία να χαρεί. Και τώρα, παρ όλο πού δε βρίσκεται μαζί μας, θα ήθελα να του εκφράσω τις καλύτερες ευχές μου». Κι αμέσως σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά του θείου του.

Γρήγορα όμως η χαρούμενη ομήγυρη ξέχασε τον Σκρούτζ. Έπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν με παντομίμα. Ο Σκρούτζ, πού τόσο του άρεσε αυτό το παιχνίδι, συμμετείχε όλο χαρά, ξεχνώντας ότι κανείς δεν μπορούσε να τον δεί ή να τον ακούσει. Το Πνεύμα τον παρακολουθούσε κι έμοιαζε να το γλεντάει μαζί του. Αλλά σύντομα ήρθε η ώρα να φύγουν. «Έχουμε να επισκεφτούμε πολλά μέρη ακόμη ώσπου να περάσει η νύχτα», είπε το Πνεύμα.

Και οδήγησε τον Σκρούτζ έξω από το σπίτι. Περπάτησαν μέσα στο κρύο και στο χιονόνερο, σε βρωμερά στενά και δρομάκια περίεργα, κι ακόμη κάτω από τις σκοτεινές γέφυρες της πόλης. Εκεί ο Σκρούτζ είδε δυστυχισμένους ανθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτά ο ένας πάνω στον άλλον, προσπαθούσαν να ζεσταθούν. Ανάμεσα τους τριγύριζαν παιδάκια πού ζητιάνευαν φαγητό απ τους περαστικούς. Κάπου μακριά, ένα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.

Ο Σκρούτζ, τρομοκρατημένος απ την τόση αθλιότητα, αναζήτησε το γιγάντιο Πνεύμα. Αλλά εκείνο είχε εξαφανιστεί.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Σε λίγο, ένα άλλο φάντασμα, τυλιγμένο στην ομίχλη, προχώρησε αργά προς τον Σκρούτζ. Παρατήρησε ότι το Πνεύμα αυτό φορούσε μία τεράστια μαύρη κάπα και μία κουκούλα πού του έκρυβε εντελώς το πρόσωπο. Ο Σκρούτζ παραλίγο να λιποθυμήσει από τον τρόμο του.

«θά πρέπει να είσαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μου επιφυλάσσει το μέλλον; Ίσως ν αλλάξω… Είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω».

Παρά τα γενναία του λόγια, ο Σκρούτζ φοβόταν τόσο πολύ αυτό το φάντασμα, ώστε τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Το Πνεύμα παρέμεινε ακίνητο περιμένοντας υπομονετικά τον Σκρούτζ μέχρι να συνέλθει. Έπειτα κινήθηκε αθόρυβα. Και ο Σκρούτζ το ακολούθησε σαν να τον τύλιξε η κάπα του Πνεύματος, πού τον παρέσυρε στο άγνωστο.

Κοσμοσυρροή και οχλαγωγία στο χρηματιστήριο. Το Πνεύμα με τον Σκρούτζ ανάμεσα στους χρηματιστές και στους εμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος από το πλήθος. «Χθές βράδυ, νομίζω», απάντησε ένας άλλος. «Δεν πιστεύω να πάτησε κανείς στην κηδεία του», σχολίασε ένας τρίτος. «Επιτέλους ξεκουμπίστηκε… Τον σιχαίνονταν όλοι!».

Ο Σκρούτζ ένιωσε οίκτο γι αυτόν πού μιλούσαν. Αναρωτήθηκε για ποιό λόγο να τον έφερε το Πνεύμα σε τούτο το μέρος. Έπειτα αναγνώρισε κάποιον άλλο χρηματιστή στη συνηθισμένη του θέση. Μάταια όμως έψαξε να βρεί και τον εαυτό του.

«Ίσως», σκέφτηκε, «ο Σκρούτζ του μέλλοντος θα παρατήσει τις συναλλαγές και θα στραφεί προς άλλες δραστηριότητες…».

Γύρισε να ρωτήσει το Πνεύμα. Αλλά εκείνο εξακολουθούσε να σωπαίνει. Σήκωσε μόνο το χέρι και έδειξε με το μακρύ του δάχτυλο προς κάποια κατεύθυνση. Ήταν καιρός να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ο γέροντας ένιωσε να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του κρύος ιδρώτας.

Έφτασαν σε μία κακόφημη γειτονιά της πόλης. Ο Σκρούτζ δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι του εκεί. Στην άκρη ενός βρώμικου στενού βρισκόταν ένα άθλιο καταγώγιο-φωλιά λωποδυτών! Μέσα, τρεις κλέφτες, ένας άντρας και δυο γυναίκες, με τρύπια ρούχα, μοιράζονταν τη λεία τους. Οι πεταμένες πάνω στο πάτωμα κουρτίνες ήταν ίδιες μ εκείνες της κρεβατοκάμαρας του Σκρούτζ.

«Καλά πού κάναμε και τα αρπάξαμε», κακάρισε η μία γυναίκα. «Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για τα πράγματά του», πρόσθεσε ο άντρας.

«Α το γέρο-τσιγκούνη», έβρισε η άλλη γυναίκα. «Αν ήταν εντάξει άνθρωπος, κάποιος θα βρισκόταν δίπλα του την ώρα πού πέθαινε». Ο Σκρούτζ παρακολουθούσε αηδιασμένος την κουβέντα τους. «Πνεύμα», φώναξε. «Πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ, από αυτό το απαίσιο μέρος». Αλλά η σιωπή του Πνεύματος του πάγωσε το αίμα.

«Πνεύμα», κλαψούρισε ο Σκρούτζ, «βοήθησέ με να ξεχάσω τούτη τη θλιβερή σκηνή. Πήγαινέ με σ ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μιλούν ευγενικά για τους νεκρούς…».

Το Πνεύμα τον οδήγησε τότε σε δρόμους γνωστούς, πίσω στο σπίτι του Μπόμπ Κράτσιτ. Η γυναίκα και τα παιδιά του ήσαν όλοι μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά. Όμως το φτωχικό δωμάτιο ήταν παράξενα σιωπηλό.

«Δε θα αργήσει ο πατέρας σας», είπε η κυρία Κράτσιτ. «Έχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», είπε κάποιο από τα παιδιά. «Τούτες τις μέρες βαδίζει πιο αργά».

«Αχ!» αναστέναξε ένα άλλο. «Όταν κουβαλούσε τον Τίμ στους ώμους ερχόταν τρεχάτος για το σπίτι».

Εκείνη τη στιγμή ο Μπόμπ Κράτσιτ μπήκε στο σπίτι. Είχε τα μάτια κατακόκκινα σαν να είχε κλάψει. Χαιρέτησε όμως τρυφερά ένα-ένα τα παιδιά του. Έπειτα είπε: «Ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσουμε το μικρούλη μας τον Τίμ, έτσι; Η ανάμνηση του της υπομονής και της ευγενείας του θα μάς κρατήσει για πάντα ενωμένους!».

«Ναί! Ναί!» φώναξαν τα παιδιά. «Έ, τότε, με κάνετε να νιώθω ευτυχισμένος», απάντησε ο Μπόμπ «πολύ ευτυχισμένος!».

Αγκαλιάστηκαν όλοι. Και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Σκρούτζ.

«Πνεύμα», είπε ο Σκρούτζ, «σέ λίγο θα χωρίσουμε. Δε θα μου εξηγήσεις το νόημα όλων αυτών; θα ήθελα να δώ και τη δική μου πορεία στο μέλλον».

Ξαναβγήκαν στο δρόμο και προχωρώντας, βρέθηκαν έξω από το γραφείο του Σκρούτζ. Το Πνεύμα δεν είχε πρόθεση να σταματήσει. Το μακρύ του δάχτυλο έδειχνε εμπρός.

«Σε παρακαλώ, άφησε με μία στιγμή να δώ πώς θα είμαι στο μέλλον», ικέτευσε ο Σκρούτζ. Το Πνεύμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ο Σκρούτζ κοίταξε από το παράθυρο. Αναγνώρισε το γραφείο του, αλλά η επίπλωση δεν ήταν πλέον η δική του και ο άνθρωπος πού καθόταν στην πολυθρόνα δεν ήταν ο Σκρούτζ! Το Πνεύμα, αμίλητο πάντα, προχώρησε. Ο Σκρούτζ ακολούθησε τα βήματά του. Μετά από λίγο έφτασαν σε μία καγκελόπορτα. Ο Σκρούτζ γούρλωσε τα μάτια. Ήταν το νεκροταφείο. Το Πνεύμα πήγε και στάθηκε εμπρός από έναν τάφο. Ο Σκρούτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στην ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο το όνομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».

«Μά, τότε, στο χρηματιστήριο θα πρέπει να μιλούσαν για μένα», κλαψούρισε, «καί οι κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, το δικό μου σπίτι!».

«Πνεύμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δεν θέλω να τελειώσει έτσι η ζωή μου. Μπορώ… θέλω να την αλλάξω. Τα μαθήματα των τριών πνευμάτων δεν θα πάνε χαμένα. Μπορείς να αλλάξεις το μέλλον μου;».

Πάνω στην αγωνία του ο Σκρούτζ αγκάλιασε το Πνεύμα από τη μέση. Αλλά η κάπα ήταν άδεια -τό Πνεύμα έγινε ατμός- και ο Σκρούτζ αγκάλιαζε στην πραγματικότητα το κάγκελο του κρεβατιού του! Ναί, του δικού του κρεβατιού! Βρισκόταν πάλι στην κρεβατοκάμαρά του. Ανακουφισμένος από την αγωνία, κλαίγοντας και γελώντας, έτρεξε να αγγίξει τις κουρτίνες. Ήταν εκεί, στη συνηθισμένη τους θέση. Βάλθηκε να χοροπηδά σ όλο το σπίτι γεμάτος ευτυχία. Όλα ήταν στη θέση τους! Τίποτα δεν είχε αλλάξει! Και τη μεγάλη του χαρά διέκοψαν μόνο οι καμπάνες των εκκλησιών, πού χτυπούσαν χαρούμενες σ όλη την πόλη.

ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ

Ο Σκρούτζ έτρεξε κι άνοιξε το παράθυρο. Ο ήλιος έλαμπε. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά το πρωινό ευχάριστο. «Τί ημέρα είναι σήμερα;», ρώτησε ένα αγόρι πού περνούσε απέξω. «Σήμερα έχουμε Χριστούγεννα!».

«Α τότε, δεν τα έχασα», φώναξε ο Σκρούτζ. «Τα πνεύματα έκαναν τη δουλειά τους μέσα σε μία μόνο νύχτα!».

«Αγόρι μου», ξαναείπε στο παιδί. «Τρέξε, σε παρακαλώ, στο χασάπη και πές του να μου φέρει τη μεγαλύτερη γαλοπούλα του. Θα σου χαρίσω ένα σελίνι, ίσως και τρία, αν επιστρέψεις μέσα σε πέντε λεπτά».

Το παιδί δε δίστασε στιγμή. Έτρεξε γρήγορα και ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα με τον κρεοπώλη, πού κουβαλούσε μία τεράστια γαλοπούλα.

«Θα τη στείλω στον Μπόμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε ο Σκρούτζ, «χωρίς να μάθει ποιός του τη δώρισε».

Το πουλί ήταν τόσο βαρύ, ώστε ο Σκρούτζ αναγκάστηκε να καλέσει ένα αμάξι για να το μεταφέρει ως το σπίτι του κλητήρα του. Ο Σκρούτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε το αγοράκι, το χασάπη και τον αμαξά. Ένιωθε υπέροχα.

Ο Σκρούτζ έκανε το μπάνιο του, φόρεσε ένα καθαρό κοστούμι και βγήκε περίπατο. Βάδιζε με τα χέρια σταυρωμένα στη ράχη, παρατηρώντας τους περαστικούς. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Μερικοί του ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Ο Σκρούτζ ομολόγησε ότι ποτέ δεν είχε ακούσει πιο ευχάριστα λόγια. Στο δρόμο συνάντησε έναν από τους δυο κυρίους πού την προηγουμένη τον είχαν επισκεφθεί για να του ζητήσουν τη βοήθειά του για τους φτωχούς.

«Καλέ μου κύριε», του φώναξε «πώς είστε;».

Κι όταν ο άνθρωπος πλησίασε, ο Σκρούτζ του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Εκείνος τον κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλάτε σοβαρά, κύριε Σκρούτζ;» φώναξε. «Μα είστε πολύ γενναιόδωρος!». «Μή με ευχαριστείτε», του απάντησε ο Σκρούτζ. «Κάντε μόνο τον κόπο να περάσετε μία από αυτές τις μέρες, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, από το γραφείο μου. Θα είναι δική μου ευχαρίστηση!».

Στο τέλος, ο Σκρούτζ κατέληξε εμπρός στο σπίτι του ανιψιού του. Δίστασε για λίγο στο κεφαλόσκαλο. Αλλά μετά πήρε την απόφαση και χτύπησε το κουδούνι. Η υπηρέτρια του άνοιξε την πόρτα.

«Το αφεντικό σου είναι μέσα;» τη ρώτησε.

«Μάλιστα, κύριε. Περάστε. Κάθεται ήδη με τη σύζυγό του και τους καλεσμένους στο τραπέζι, θα σάς δείξω…».

«Δε χρειάζεται, καλή μου», της απάντησε ο Σκρούτζ. «Γνωρίζω πολύ καλά αυτό το σπιτάκι». Ανοιξε σιγανά την πόρτα της τραπεζαρίας και έχωσε το κεφάλι μέσα.

«Φρέντ», ρώτησε, «μπορώ να περάσω;».

«Ποιός είναι;» ρώτησε έκπληκτος ο ανιψιός του Σκρούτζ γυρνώντας το κεφάλι του.

«Ο θείος σου ο Σκρούτζ», του απάντησε. «Ήρθα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι πού με κάλεσες!».

Ο Φρέντ και η γυναίκα του χάρηκαν πολύ πού τελικά ο Σκρούτζ αποφάσισε να τους κάνει την τιμή. Και η γιορτή εξελίχτηκε θαυμάσια. Το γεύμα ήταν νοστιμότατο. Ακολούθησαν μουσική και χορός. Έπαιξαν διάφορα διασκεδαστικά παιχνίδια και φυσικά παντομίμα. Αλλά το καλύτερο απ όλα ήταν εκείνη η ξέφρενη χαρά πού ένιωθε μέσα του ο Σκρούτζ.

Την επομένη, ο Σκρούτζ πήγε πολύ νωρίς στο γραφείο. Ήθελε να κάνει έκπληξη στον κλητήρα του, πού ήξερε ότι θα αργούσε να φανεί στη δουλειά. Και πράγματι, ο Μπόμπ Κράτσιτ ήρθε λίγο πριν τις δέκα. Κάθησε αθόρυβα στη θέση του, με την ελπίδα ότι ο Σκρούτζ δε θα έπαιρνε είδηση την καθυστέρησή του.

«Ααα!» γκρίνιαξε τότε ο Σκρούτζ προσπαθώντας να μιμηθεί το γνωστό κακότροπο ύφος του. «Τί σημαίνει πάλι αυτό;».

«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ο Μπόμπ Κράτσιτ, «δέν πρόκειται να ξαναργήσω».

«Και πώς μπορείς να δίνεις τέτοιες υποσχέσεις;» του είπε μουτρωμένος ο Σκρούτζ. Ο Μπόμπ άρχισε να τρέμει. Φοβήθηκε την απόλυση.

«Πάντως, για τούτη τη φορά…» συνέχισε ο Σκρούτζ «νομίζω ότι πρέπει να σου αυξήσω το μισθό σου!».

Κατάπληκτος ο Μπόμπ σκέφτηκε να τρέξει για βοήθεια. Νόμισε ότι ο εργοδότης του τρελάθηκε!

«Καλά Χριστούγεννα, αγόρι μου», του είπε τότε ήρεμος και χαμογελαστός ο Σκρούτζ, με τρόπο τόσο ειλικρινή, ώστε τελικά τον έπεισε ότι τα είχε τετρακόσια. «Και όχι μόνο θα σου κάνω αύξηση, αλλά θα βοηθήσω και την οικογένειά σου. Πήγαινε, όμως, πρώτα σε παρακαλώ, να αγοράσεις κι άλλα κάρβουνα, θα ζεσταθούμε καλά κι έπειτα καθισμένοι δίπλα στη φωτιά θα συζητήσουμε όλες τις λεπτομέρειες.

Ο Σκρούτζ κράτησε το λόγο του. Και σύντομα ο μικρός Τίμ ξεπέρασε την αρρώστια, απέκτησε δυνάμεις κι έγινε ένα γελαστό και όμορφο αγόρι, πού ο Σκρούτζ το φρόντισε σαν να ήταν δικό του παιδί. Ο πρώην τσιγκούνης έγινε πολύ γενναιόδωρος κι ήταν πάντα ευγενικός με όλους. Μερικοί βέβαια τον κορόιδεψαν για τη μεταβολή του χαρακτήρα του. Αλλά ο Σκρούτζ δεν ενοχλήθηκε γιατί, όπως είπε πολύ σοφά: «Καλύτερα να σε περιγελούν παρά να σε περιφρονούν!».

Ο Σκρούτζ δεν ξαναείδε τα πνεύματα. Αλλά από εκείνη την ημέρα, όπως λένε, δεν υπήρχε άνθρωπος πού να γιορτάζει καλύτερα τα Χριστούγεννα από τον Εμπενέζερ Σκρούτζ.

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΚΑΛΗ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΗ-ΦΩΤΕΙΝΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ!!!!


glitter-graphics.com




Πάει ένας τύπος στον ψυχίατρο. Ο ψυχίατρος αρχίζει την εξέταση.
Zωγραφίζει ένα κύκλο και ρωτάει τον ασθενή:
- Τι είναι αυτό;
- Βυζί, απαντάει ο ασθενής.
Ζωγραφίζει ο ψυχίατρος ένα τετράγωνο.
- Τι είναι αυτό;
- Βυζί, απαντάει πάλι ο ασθενής.
Ο ψυχίατρος δοκιμάζει να ζωγραφίσει ένα τρίγωνο και ρωτάει:
- Τι είναι αυτό;
- Βυζί, απαντάει με ενθουσιασμό ο ασθενής.
Ο ψυχίατρος τότε σταματάει την εξέταση και λέει:
- Κύριε μου, έχετε σοβαρά σεξουαλικά προβλήματα...
Και ο ασθενής:
- Εγώ ή εσύ που ζωγραφίζεις όλο βυζιά;
-----------------------------------------------------------

Πεθαίνει ο Ντε Κάρτ και πηγαίνει στον παράδεισο. Τον παίρνει ο Aγιος
Πέτρος από τις πύλες για να τον οδηγήσει μέσα. Καθώς προχωρούσανε του λέει ο Ντε Καρτ:
- "Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Είμαι ο ιδρυτής ενός ολόκληρου φιλοσοφικού
κινήματος και αυτός που είπε την ιστορική φράση "Σκέφτομαι, άρα υπάρχω"
Οπότε ο Aγιος Πέτρος τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη και του λέει:
- "Δεν υπάρχεις, αλλά μην το σκέφτεσαι..."
---------------------------------------------------------------------------------------
Στον κόσμο των παραμυθιών, σ' ένα μπαρ, κάθονται ένας γίγαντας κι ένα καλικαντζαράκι και τα πίνουν. Σε μια στιγμή, το καλικαντζαράκι σκύβει πάνω απ το ποτήρι του γίγαντα και φτύνει μέσα.
Καλικαντζαράκι: - Χφτουυυυυυυυ!.
Γίγαντας: - Μην το ξανακάνεις αυτό γιατί θα σου βγάλω τ` αυτιά!
Καλικαντζαράκι: - Δεν με νοιάζει, σ` εμάς, τα καλικαντζαράκια, τ` αυτιά ξαναφυτρώνουν! Και αμέσως δεύτερο: 'Χφτουυυυυυυυ!'
Γίγαντας :- Αν δεν σταματήσεις, θα σου κόψω τα πόδια!
Καλικαντζαράκι: - Εεεε και; Σ` εμάς, τα καλικαντζαράκια, τα πόδια ξαναβγαίνουν και δώστου τρίτο φτύσιμο 'χφτουυυυυυυ!'
Γίγαντας :- Ή σταματάς ή σου ξεριζώνω το τσουτσούνι!!!
Καλικαντζαράκι: - Εμείς τα καλικαντζαράκια δεν έχουμε τσουτσούνι!
Γίγαντας: - Δεν έχετε τσουτσούνι;;; Και πώς κατουράτε;;;
Καλικαντζαράκι: - Χχφτουυυυυυυυ!
---------------------------------------------------------------------------------------
Μια φορά ένας Έλληνας ένας Γερμανός και ένας Άγγλος αποφάσισαν να κάνουν διακοπές σε ένα τάχα πεντάστερο ξενοδοχείο...
Ο ξενοδόχος τους είπε πως το ξενοδοχείο είναι στοιχειωμένο αλλά εκείνοι δεν τον πίστεψαν... Έτσι την πρώτη νύχτα πήγε ένα φάντασμα στο δωμάτιο του Γερμανού και του λέει
-είμαι το φάντασμα με το Τρύπιο σώβρακο...
Και ο Γερμανός έπεσε κάτω από το μπαλκόνι από τον φόβο του...
Μετά το φάντασμα πήγε στον Άγγλο και του είπε το ίδιο πράγμα και ο Άγγλος έπεσε και εκείνος κάτω από το μπαλκόνι
στο τέλος πήγε και στον Έλληνα και του είπε
-είμαι το φάντασμα με το τρύπιο σώβρακο...
Και του λέει ο Έλληνας
-έλα να σου δώσω 2-3 ευρώ να αγοράσεις άλλο σώβρακο.
---------------------------------------------------------------------------------------
Ήταν ένας επιχειρηματίας, πάμπλουτος. Κάποια στιγμή, του τυχαίνει μια στραβή και χάνει τα πάντα. Απελπισμένος, πηγαίνει σε μια γέφυρα με σκοπό να βάλει τέρμα στη ζωή του. Εκεί που είναι έτοιμος να πέσει στο κενό, τον αρπάζει ένα χέρι και τον τραβάει. Εκνευρισμένος, κοιτάζει πίσω του και βλέπει ένα γέρο.
- Παιδί μου, λέει ο γέρος. Τι είναι αυτό που πας να κάνεις; Τρελάθηκες;
- Τι θες ρε γέρο; Παράτα μας.
- Παιδί μου, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ο Αϊ-Βασίλης. Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω!
- Ασε με, ρε Αϊ-Βασίλη! Είχα λεφτά, είχα αμάξια, γκόμενες! Τώρα δεν έχω τίποτα.
- Και γι αυτό ανησυχείς; του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, στις 10 το βράδυ, κάτω από αυτή τη γέφυρα θα σε περιμένει μια κόκκινη Ρολς-Ρόις, όλη δική σου.
Χαρά ο επιχειρηματίας:
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, να σε φιλήσω!
Ματς - μουτς, ξαναμελαγχολεί.
- Τι είναι τώρα; ρωτάει ο Αϊ - Βασίλης.
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, είχα αμάξι, αλλά είχα και γκόμενες! Πέντε πέντε τις έβγαζα.
- Γι αυτό ανησυχείς; Αύριο, μέσα στη Ρολς-Ρόις θα είναι και έξι γκόμενες, όλες δικές σου.
Τρελαίνετε ο επιχειρηματίας, αγκαλιές, φιλιά κλπ. μα ξαναμελαγχολεί.
- Τι έπαθες πάλι; ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης.
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου. Είχα αμάξι, είχα γκόμενες, αλλά είχα και λεφτά. Τα πετούσα στο δρόμο, τα έδινα δεξιά κι αριστερά. Τώρα είμαι άφραγκος!
- Μην κάνεις έτσι, του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, μέσα στο αμάξι, η πιο ξανθιά από τις έξι γκόμενες θα κρατάει μια βαλίτσα με 90 τρις, όλα δικά σου!
Πετάει ο επιχειρηματίας!
- Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, πώς θα στο ξεπληρώσω!!!
- Να μου π..... μια π....
Κόκαλο ο επιχειρηματίας.
- Εντάξει, Αϊ-Βασίλη μου, τόσα έκανες για μένα. Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Φεύγουν μαζί, πηγαίνουν σε ένα μοτέλ, νοικιάζουν ένα δωμάτιο, μπαίνουν μέσα, ξεκινάει τη δουλειά του ο επιχειρηματίας.
Ενώ γίνεται ότι γίνεται, ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης:
- Πώς σε λένε νεαρέ μου;
- Αλέξη, απαντάει εκείνος και συνεχίζει.
- Και τι δουλειά είπαμε ότι κάνεις Αλέξη;
- Επιχειρηματίας, και συνεχίζει.
Μετά από μια παύση, ρωτάει ξανά ο Αϊ-Βασίλης:
- Πόσο χρονών είσαι Αλέξη;
- Τριάντα πέντε.
- Καλά, ρε Αλέξη! Είσαι τριάντα πέντε χρονών και ακόμα πιστεύεις ότι υπάρχει Αι -Βασίλης;;
---------------------------------------------------------------------------------------
Ένα Datsun, με την καρότσα φορτωμένη τίγκα στην πατάτα και στα γυφτάκια, κινείται γκαζομένο στην στην εθνική οδό.
Ξαφνικά ένα μπλόκο της τροχαίας, που ήταν καλά κρυμμένο, κάνει νόημα στον γύφτο οδηγό για να σταματήσει.
Ο γύφτος όμως, συνεχίζει με το γκάζι πατημένο.
Ο αστυνομικός, καβαλάει τη μοτοσυκλέτα του, γκαζώνει και προλαβαίνει το βαρυφορτωμένο Datsun. Του κλείνει το δρόμο και το αναγκάζει να σταματήσει.
- Δεν με είδες που σου έκανα σήμα; τον ρωτάει ο αστυνομικός.
- Σε είδα ρε φίλε, αλλά πού να σε βάλω; Δε βλέπεις ότι η καρότσα είναι φορτωμένη τίγκα;
---------------------------------------------------------------------------------------

Συζητάνε τρεις υπάλληλοι, ένας από Τράπεζα Γερμανίας, ένας από Τράπεζα Ιταλίας, και ένας από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας σχετικά με το τι θα κάνουν όταν βγούν σε σύνταξη με τα λεφτά που θα έχουν καταφέρει να βάλουν στην άκρη από τους μισθούς και τα bonus τόσων ετών προσφοράς στις εταιρείες τους. - Εγώ, λέει ο Γερμανός, θα αγοράσω ένα πύργο στη Μάνη που τον έχω βάλει στο μάτι από το τελευταίο ταξιδάκι μου στην Ελλαδα, και θα αποσυρθώ εκεί. - Εγώ, λέει ο Ιταλός, θα αγοράσω ένα κτηματάκι στη νότια Ιταλία και θα βάλω αμπέλια. Πάντα μου άρεσε το κρασί. - Εγώ, λέει ο Έλληνας, θα αγοράσω ένα Hyundai Atos. - Καλά, λένε οι άλλοι δύο, και με τα υπόλοιπα λεφτά που θα σου μεινουν τι θα κάνεις; - Εεε, τα υπόλοιπα θα τα βάλει η μάνα μου !!!
---------------------------------------------------------------------------------------

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

ΑΣ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ. ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ Η ΤΟ ΑΔΙΚΟ;;;;


Ελληνικό παραμύθι

Το Δίκιο βασιλεύει ή το Άδικο;


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό δύο αδελφοί που τσακώνονταν ποιος κυβερνάει τον κόσμο, το δίκιο ή το άδικο. Το δίκιο, έλεγε ο μικρός, το άδικο, έλεγε ο μεγάλος, και κάποια στιγμή ο μικρός εκνευρίστηκε κι είπε στον μεγάλο: «Ξέρεις κάτι; Θα βάλουμε στοίχημα και θα κρίνει ο δεσπότης, κι αν κυβερνάει το δίκιο θα σου βγάλω τα μάτια, αν κυβερνάει το άδικο θα μου βγάλεις εσύ τα μάτια». Ο μεγάλος δέχτηκε και ξεκίνησαν να ρωτήσουν το δεσπότη. Στο δρόμο αντάμωσαν ένα γέρο και του είπαν: «Άκου, παππούλη, θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι», κι αυτός αποκρίθηκε: «Αν με ρωτήσετε, θα σας απαντήσω». Τον ρώτησαν λοιπόν: «Ποιος κυβερνάει τον κόσμο, το δίκιο ή το άδικο», κι ο γέρος απάντησε: «Το άδικο, παλικάρια μου» «Τ’ ακούς, μικρέ;» είπε τότε ο μεγάλος αδελφός, «έλα τώρα να σου βγάλω τα μάτι». Αλλά ο μικρός απάντησε: Η συμφωνία μας ήταν ν’ αποφασίσει ο δεσπότης, όχι αυτός ο γέρος». Συνέχισαν λοιπόν το δρόμο τους ώσπου αντάμωσαν έναν καλόγερο και του είπαν: «Άγιε πατέρα, θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι», κι αυτός αποκρίθηκε: «Αν με ρωτήσετε θα σας απαντήσω». Τον ρώτησαν λοιπόν: «Πες μας, ποιος κυβερνάει τον κόσμο, το δίκιο ή το άδικο», κι αυτός απάντησε: «Το άδικο». Φώναξε τότε ο μεγάλος αδελφός. «Τ’ ακούς, μικρέ; Έλα τώρα να σου βγάλω τα μάτια» Αλλά ο μικρός του αντιγύρισε: «Θα κρίνει ο δεσπότης και κανένας άλλος». Έφτασαν τέλος στο δεσπότη, τον προσκύνησαν και τον ρώτησαν: «Ποιος κυβερνάει τον κόσμο, Δέσποτα; Το δίκιο ή το άδικο», κι ο δεσπότης απάντησε: «Το άδικο». Είπε τότε ο μεγάλος αδελφός στον μικρό: «Κάτσε τώρα να σου βγάλω τα μάτια», κι ο μικρός αποκρίθηκε: «Πάμε ως εκείνο το πηγάδι, να κάτσω εκεί και να ζητιανεύω ψωμί απ’ τους περαστικούς, για να μην πεθάνω απ’ την πείνα. Πήγαν λοιπόν μαζί στο πηγάδι, που το ίσκιωνε ένας μεγάλος πλάτανος, κι εκεί ο μεγάλος αδελφός έβγαλε τα μάτια του μικρού κι έφυγε. Ο μικρός αδελφός αφού κάθησε εκεί κάμποση ώρα, πείνασε πολύ κι είπε μέσα του: «Πριν πεθάνω απ’ την πείνα, καλύτερα να σκαρφαλώσω στο δέντρο και να φάω φύλλα». Καθώς λοιπόν καθόταν πάνω στο δέντρο κι έτρωγε τα φύλα του, νύχτωσε και μαζεύτηκαν από κάτω βελζεβούληδες, κι ο γεροντότερος απ’ αυτούς ρώτησε τον νεότερο: «Τι έκανε σήμερα;» «Διαόλισα δυο αδελφούς, που ο ένας έλεγε πως βασιλεύει το άδικο κι ο άλλος το δίκιο, και χόλιασα τον μεγάλο τόσο πολύ που έβγαλε τα μάτια του μικρού». Τότε ο γερο-διάβολος ρώτησε τον δεύτερο διάβολο: «Κι εσύ τι έκανες;» Αυτός απάντησε: «Εγώ διαόλισα δυο άλλους αδελφούς, που πρώτα ζούσαν μονοιασμένοι, , κι άρχισαν να τσακώνονται για ένα κλήμα που ανήκει και στους δύο. Τους πήρα το τσαπί για να μην μπορούν να κόψουν το κλήμα, κι ελπίζω αύριο να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο». Τότε ο γεροδιάβολος ρώτησε τον τρίτο διάβολο τι είχε καταφέρει, κι αυτός απάντησε: «Αναποδογύρισα το παιδί στην κοιλιά της βασίλισσας, για να μην μπορεί η βασίλισσα να γεννήσει και να πεθάνει». Ήρθε τότε η σειρά του τέταρτου διάβολου, που ήταν κουτσός, κι όταν ο αρχιδιάβολος τον ρώτησε τι είχε κάνει, αυτός απάντησε: «Δεν έκανα τίποτα». Τον άρπαξαν τότε οι άλλοι και τον έδειραν κι αυτός θύμωσε τόσο πολύ που φώναξε: «Μακάρι να έρθει εδώ ο άνθρωπος ου έχασε το φως του και να πάρει απ’ αυτή τη στάχτη, να την ανακατέψει με το νερό του πηγαδιού και ν’ αλείψει τα μάτι του , για να ξαναβρεί το φως του. Μακάρι να έρθουν εδώ οι αδελφοί και να πάρουν το τσαπί για να ξεριζώσουν το κλήμα, Μακάρι να έρθει εδώ η βασίλισσα και να πιει απ’ αυτό το νερό, για να ξεγεννήσει και να μείνει ζωντανή». Λάλησε τότε ο άσπρος πετεινός κι αμέσως οι διαβόλοι τα μάζεψαν για να φύγουν, λάλησε έπειτα ο μαύρος πετεινός και σκόρπισαν, και στο μεταξύ πήρε να χαράζει. Ο τυφλός κατέβηκε τότε απ’ τον πλάτανο, έψαξε να βρει τη στάχτη, άλειψε τα μάτι μ’ αυτή και με το νερό του πηγαδιού και ξαναβρήκε το φως του. Γέμισε έπειτα με νερό τη νεροκολοκύθα του, πήρε μαζί του την τσάπα που είχαν αφήσει εκεί οι διαβόλοι, πήγε στο κλήμα, που έκανε του ς δυο αδελφούς να τσακώνονται, και το ξερίζωσε. Έπειτα πήγε στους δυο αδελφούς και τους ρώτησε για ποιο πράγμα μάλωναν. Αυτοί του απάντησαν: «Έχουμε ένα κλήμα που ανήκει και στους δυο μας και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στη μοιρασιά του. Τότε αυτός είπε: «Το κλήμα ξεριζώθηκε», και τα δυο αδέλφια φώναξαν με μια φωνή: «ο Θεός να στ’ ανταποδώσει!», κι από τότε άρχισαν να ζουν πάλι μονοιασμένοι. Από εκεί ο μικρός αδελφός πήγε στη βασίλισσα και χτύπησε την πόρτα της. Οι υπηρέτες του βασιλιά δεν ήθελαν να τον αφήσουν να μπει, αυτός όμως επέμενε πως έπρεπε να μιλήσει στη βασίλισσα, κι εκεί που λογόφερνε με τους υπηρέτες ο βασιλιάς άκουσε το θόρυβο και πρόσταξε να τον αφήσουν να μπει. Σαν του έφεραν το ζητιάνο, τον ρώτησε: «Μήπως ξέρεις κανένα γιατρικό για τη βασίλισσα», κι αυτός αποκρίθηκε: «Ναι, ξέρω ένα και το έχω μαζί μου, και το μόνο που χρειάζομαι είναι ένα ποτήρι νερό». Του έφεραν τότε ένα ποτήρι νερό, αυτό έχυσε το μισό νερό κι έριξε μέσα το νερό του πηγαδιού, που είχε μαζί του, και μόλις η βασίλισσα ήπιε το νερό έγινε καλά και γέννησε ένα αγόρι. Ο βασιλιάς χάρηκε τόσο πολύ που φόρτωσε το γιατρό με πολύτιμα δώρα και του είπε να του ζητήσει μια χάρη. Αυτός απάντησε: «Ο τόπος μου δεν είναι παρά ένα χωριουδάκι. Θέλω να τον κάνεις ένα μεγάλο χωριό και να μου χτίσεις εκεί ένα αρχοντικό σπίτι». Τότε ο βασιλιάς του έδωσε τόσα χρυσά φλουριά όσα μπορούσε να κουβαλήσει ένα άλογο και του είπε: «Πάρε αυτά τα λεφτά και χτίσε το χωριό και το σπίτι σου όπως τα θέλεις». Έπειτα από λίγο καιρό, ο μεγάλος αδελφός γύρισε σπίτι του και ρώτησε τη γυναίκα του. «Σε ποιόν ανήκουν όλ' αυτά τα καινούργια σπίτια;», κι αυτή του απάντησε: «Δεν ανήκουν σε κανέναν άλλο απ' τον αδελφό σου». Φώναξε τότε αυτός: «Δεν είναι δυνατό, αφού του έβγαλα τα μάτια», κι έτρεξε να βεβαιωθεί μόνος του. Ο αδελφός του τον υποδέχτηκε πολύ φιλικά, τον έβαλε να καθήσει στην τιμητική θέση και του πρόσφερε καφέ και γλυκά. Ρώτησε τότε ο μεγάλος: «Για πες μου, πώς κατάφερες να ξαναβρείς το φως σου και να κερδίσεις τόσα λεφτά;». Ο μικρός αδελφός απάντησε τότε: «Πάντα σου το 'λεγα πως το δίκιο κυβερνάει τον κόσμο, ενώ εσύ επέμενες πως κυβερνάει το άδικο». Και πριν αποσώσει τα λόγια του, ο αδελφός του σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρός.

(από το βιβλίο «Ελληνικά Παραμύθια» του Johann Georg von Hahn, εκδόσεις OPERA, επιλογή - μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ)

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΧΑΜΟΓΕΛΩΝ ΓΙΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ!!!!!




Πάει ένας σ` ένα μπάρ και λέει στο μπάρμαν:
- "Θέλω ένα μέτρο μπύρα."
- "Καλά ρε, τί είναι η μπύρα που θα σου δώσω ένα μέτρο; Άντε φύγε από δω."
Την επόμενη μέρα ξαναπάει.
- "Θα ήθελα ένα μέτρο μπύρα παρακαλώ."
- "Δε μπορώ να σας εξυπηρετήσω κύριε", του λέει ο μπάρμαν, "φύγετε!"
Την επομένη μέρα, ξαναπάει και πάλι ζήτησε το ίδιο. Κάποιος που έτυχε να ακούσει τη συζήτηση, λέει στον μπάρμαν:
- "Πήγαινε στον κήπο, άνοιξε μια γούβα αύριο και γέμισε την μπύρα. Βάλτον να την πιεί από εκεί."
Την επόμενη μέρα, ξανάρθε ο τύπος.
- "Γειά σας, θα ήθελα ένα μέτρο μπύρα."
- "Μπορείτε να έρθετε πίσω παρακαλώ", λέει ευγενικά ο μπάρμαν.
Πηγαίνουν πίσω, γεμίζει τη γούβα με μπύρα και του λέει:
- "Ορίστε κύριε η μπύρα σας."
- "Κάνουμε κολπάκια ε; Τύλιξέ τη τώρα!"
____________________________________________________________
Ηταν ο Θεός και καθόταν και κοιτούσε την πύλη του παραδείσου η οποία ήταν σε ένα μαύρο χάλι. Πάει λοιπόν στον Αγιο Πέτρο και του ζητά να βρεί ένα καλό τεχνήτη για να αλλάξουν την πόρτα. Πάει στον Γερμανό ο οποίος του ζητάει 2.000.000 δρχ. Πάει στον Ιταλό ο οποίος του ζητάει 3.000.000 δρχ. πάει και τον Έλληνα τον Μητσάρα και του ζητάει 10.000.000 δρχ. Ο Άγιος Πέτρος απόρρησε και του λέει:
- Γιατί τόσα πολλά;
- Τί σε νοιάζει; Η καλή δουλειά θα γίνει. Θα είναι σκαλιστή με αγγελάκια ασημένια κλπ.
- Ναι, ξαναρωτάει ο Αγιος Πέτρος αλλά και πάλι πολλά είναι τα λεφτά.
- Μη σε νοιάζει.Το αφεντικό δεν πληρώνει; λέει ο Μητσάρας.
- Ναι, λέει ο Αγιος Πέτρος, αλλά θα ήθελα να μου εξηγήσεις γιατί ζητάς τόσα πολλά ενώ ο Γερμανός και ο Ιταλός μου ζήτησαν μόνο 2 και 3.000.000 δρχ.;
- Να σου εξηγήσω, λέει ο Μητσάρας. 4.000.000 δρχ. θα πάρω εγώ. Σωστά;
- Σωστά. Απαντάει ο Αγιος Πέτρος.
- 4.000.000 δρχ. θα πάρεις εσύ που έκανες τον μεσάζοντα. Σωστά;
- Σωστά. Απαντάει και πάλι ο Αγιος Πέτρος. Και τα άλλα 2.000.000;
- Ε! Να μην πάρει κάτι και ο Γερμανός που θα την φτιάξει;
____________________________________________________________
Ο πατέρας ακούει κρυφά το μικρό γιο να προσεύχεται:
- Θεέ μου φύλαγε τον μπαμπά μου, την μαμά μου, τη γιαγιά μου και δώσε χαιρετίσματα στον παππού μου.
Παραξενεύτηκε λίγο, αλλά δεν έδωσε σημασία. Την άλλη μέρα ο παππούς πέθανε. Μετά από λίγο καιρό πάλι τα ίδια ο μικρός:
- Θεέ μου φύλαγε τον μπαμπά μου, την μαμά μου, και δώσε χαιρετίσματα στην γιαγιά μου.
Την άλλη μέρα η γιαγιά πέθανε. Ο πατέρας παραξενεύτηκε για τα καλά. Μετά από λίγο καιρό πάλι τα ίδια ο μικρός:
- Θεέ μου φύλαγε την μαμά μου και δώσε χαιρετίσματα τον μπαμπά μου.
Τρελάθηκε ο πατέρας, ξύπνησε νωρίς, για να μην πέσει σε κυκλοφορία μεγάλη, πήγε δουλειά και γύρισε στο σπίτι μετά τα μεσάνυκτα. Ήταν ακόμα ζωντανός.
- Συγνώμη αγάπη μου, είπε, αλλά ήταν μια δύσκολη μέρα στο γραφείο σήμερα.
- Εσύ είχες δύσκολη μέρα; ρωτάει η σύζυγος. Εγώ τι να πω, που πέθανε ο ταχυδρόμος μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μας, το πρωί;
____________________________________________________________

Ο ..σύζυγος


Λοιπόν , ένας άντρας αγοράζει κινητό αλλά δεν το λέει στη γυναίκα του...και αποφασίζει να της κάνει μια μικρή πλάκα...
Πάει λοιπόν σπίτι του και χαιρετάει τη γυναίκα του... Μπαίνει στο μπάνιο και καλεί από το κινητό τον αριθμό του σπιτιού του...
Το σηκώνει η γυναίκα του και λαμβάνει χώρα η παρακάτω συνομιλία:
Γυν - Λέγεται;
Αντ - Γεια σου κούκλα...
Γυν - Κλείσε, κλείσε, είναι ο μακακας στο μπάνιο....
_________________________________________________
Μπαίνει ένας τύπος σε ένα μπαρ και έχει στον ώμο του έναν γύπα !
Λέει στον μπάρμαν
-Μια βότκα δικιά μου, μια τεκίλα για το γύπα, ένα δικό σου και κέρασε όλο το μαγαζί!
Σε 10 λεπτά του την έχουν πέσει οι τρεις καλύτερες μουν**** ! Αφήνει 200 ευρώ ,παίρνει τις γκόμενες και φεύγει...
Το άλλο βράδυ πάλι το ίδιο σκηνικό. Ο τύπος με το γύπα στον ώμο κερνάει όλο το μαγαζί, του την πέφτουν οι καλύτερες γκόμενες,
τις παίρνει και φεύγοντας αφήνει και 100 ευρώ πουρμπουάρ...
Μετά από μια βδομάδα κι αφού γινόταν κάθε βράδυ το ίδιο σκηνικό, ο μπάρμαν τον ρωτάει
-Συγνώμη κύριε μου αλλά με έχει φάει η περιέργεια. Κάθε βράδυ έρχεστε ,σκορπάτε τόσα χρήματα, σας την πέφτουν οι καλύτερες γκόμενες και έχετε και αυτόν τον γύπα στον ώμο...
-Κοίταξε Τάκη, του λέει ο τύπος
Πριν από λίγο καιρό εκεί που περπατούσα βρήκα στο δρόμο ένα λυχνάρι.
Μόλις το έτριψα βγήκε ένα τζίνι και μου είπε ότι θα μου πραγματοποιήσει τρεις επιθυμίες.
To πρώτο που του ζήτησα ήταν να μην αδειάζουν ποτέ οι τσέπες μου από λεφτά...
Το δεύτερο ήταν να μου την πέφτουν πάντα οι ωραιότερες γυναίκες...
-Και το τρίτο ; τον ρωτάει ο μπάρμαν
-Το τρίτο που του ζήτησα ήταν να μου δώσει ένα μεγάλο πουλί...
............
.....................ΚΑΙ ΜΟΥ ΔΩΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΜΑΚΑΚΑ!!!
____________________________________________________________
Πάει ο πατέρας στο σχολείο να μάθει πώς πηγαίνει ο γιος του.

- Έχω ένα δυσάρεστο και ένα ευχάριστο νέο, λέει η δασκάλα.

- Ε, πείτε πρώτα το δυσάρεστο...

- Ο γιος σας φοράει στο σχολείο μέικ-απ, ρουζ, και κραγιόν.

- Και το ευχάριστο νέο; ρωτά σοκαρισμένος ο πατέρας.

- Στα καλλιστεία της τάξης βγήκε Μις Ανοιξη!
____________________________________________________________
Ένας τύπος πηγαίνει σε ένα pet shop αποφασισμένος να αγοράσει το πιο
περίεργο ζώο που θα βρεί.
Μετά την σχετική συννενόηση με τον υπάλληλο ο τελευταίος του προτείνει
ένα εξωτικό ιγκουάνα.
- Αααα, ιγκουάνα μέχρι και η πεθερά μου έχει πάρει, τί άλλο έχετε
- Έχουμε επίσης και αυτόν τον απίθανο σκίουρο ο οποίος πλένει πιάτα
λέει ο υπάλληλος!
- Καλή φάση σκέφτεται ο τύπος αλλά έχω πλυντήριο σπίτι οπότε μάλλον
αχρείαστος θα μου είναι. Τίποτα άλλο ?
Έπειτα απο αρκετή ώρα καταλήγουν στο πιο εξωτικό ζώο του καταστήματος,
μία σαρανταποδαρούσα που μιλάει !!!
Ενθουσιασμένος ο παίχτης τρέχει στο σπίτι όπου και τακτοποιεί το ζωάκι
σε μια πολυτελή γυάλα με τα νεράκια της το φαγάκι της και τα σχετικά.
Στο καπάκι όμως δέχεται τηλέφωνο απο φίλο για μπίρες στο κοντινό μπαράκι.
Στρέφεται λοιπόν στην σαρανταποδαρούσα για την πρώτη επικοινωνία :
- Θα πάω δίπλα για μπίρες, είσαι μέσα ?
Μούγκα η σαρανταποδαρούσα
- Εσένα μιλάω ρε θα έρθεις για μπίρες, συνεχίζει ενοχλημένος.
Τάφος η σαρανταποδαρούσα.
- Λοιπόν εγώ πάω εσύ θα χάσεις ...
- Άκουσα, άκουσα ρε μαkάκα, παπούτσια δένω !!