Μια φορά και έναν καιρό όταν τα παραμύθια είχανε μαθευτεί στα πέρατα του κόσμου, μια φήμη κυκλοφόρησε για έναν αετό που φορούσε κάτι κόκκινες μπότες. Λέγανε ότι είχε μαγικές ικανότητες, διότι ήταν ο γιος της καλής μάγισσας που είχε το γυάλινο κάστρο στη μέση του μεγάλου Δάσους.
Ο αετός ζούσε στα ψηλά βουνά της γαλάζιας πολιτείας και πολλές φορές οι άνθρωποι που πήγαιναν να μαζέψουν χόρτα, έλεγαν ότι έβλεπαν ένα παλικάρι πολύ όμορφο όπου πάντα καθότανε σ’ένα συγκεκριμένο μέρος κάτω από μια οξιά, φορούσε κόκκινες μπότες, κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο πριόνι προσπαθώντας να κόψει την οξιά μα δεν τα κατάφερνε.
Αν μάθουμε όμως την ιστορία από την αρχή. Κάποτε στην γαλάζια πολιτεία θα γινότανε ένας μεγάλος χορός στο παλάτι γι’αυτό έπρεπε οι βασιλοπούλες από τα γειτονικά βασίλεια να πάνε στην παραμυθένια γιορτή να χορέψουν και ή καλύτερη θα γινότανε η γυναίκα του πρίγκιπα.
Μόλις μαθεύτηκε το γεγονός, όλες βάλθηκαν να κάνουν πρόβες, να μαθαίνουν φιγούρες χορού, ν’αγοράζουν μεταξωτά ρούχα και να ράβουν στις καλύτερες μοδίστρες τις γιορτινές τους τουαλέτες.
Σαν έφτασε η παραμυθένια μέρα, δεν περιγράφεται το τι έγινε. Μια χαρούμενη μουσική είχε απλωθεί σε όλο το παλάτι, τραπέζια στρωμένα με πολλά φαγητά και μπουζένια τραπεζομάντιλα, χρυσές κούπες γεμάτες κρασί και λουλούδια, χιλιάδες χρωματιστά λουλούδια στόλιζαν αυτά και την αίθουσα του χορού.
Σιγά σιγά ο χορός άρχισε. Τα ζευγάρια λικνίζονταν στο ρυθμό της μουσικής μα κανένα δεν είχε βγει νικητής. Ξαφνικά ανοίγει η μεγάλη πόρτα κάνοντας την εμφάνισή του ένας πανέμορφος πρίγκιπας ο οποίος φορούσε κάτι γυαλιστερές κόκκινες μπότες. Στάθηκε στο κέντρο της αίθουσας, άπλωσε τα χέρια, κάνοντας νόημα στους βιολιτζήδες να σταματήσουν. Μονομιάς εκείνοι σώπασαν και τότε ακούγεται η φωνή του πρίγκιπα να λέει:
«Τις μπότες μου τις κόκκινες φορώ, ατού παλατιού την αίθουσα να μπω, και με την Ζάρα την πριγκίπισσα θα κάνω ένα χορό».
Τότε προχώρησε, έπιασε το χέρι της και την σήκωσε να χορέψουν. Την οδήγησε στην πίστα που στο μεταξύ την είχαν ελεύθερη από κόσμο και άρχισαν να χορεύουν με μεγάλη δεξιοτεχνία. Οι μπότες φυσικά ήταν μαγεμένες , διότι όποιος τις φορούσε μπορούσε να χορεύει καλύτερα και από έναν χορευτή. Όπως καταλαβαίνετε η Ζάρα αναδείχθηκε νικήτρια και σύμφωνα με την διαταγή έπρεπε να την παντρευτεί ο πρίγκιπας της Γαλάζιας Πολιτείας. Επειδή όμως δεν ήξερε να χορεύει σκέφτηκε να κλέψει τις κόκκινες μπότες του πρίγκιπα. Γι’αυτό διέταξε τον ηνίοχο του να δώσει μπόλικο κρασί στον πρίγκιπα και να το μεθύσει κι έτσι να κλέψει με την ησυχία του τις μπότες του.
Πράγματι έτσι κι έγινε.
Όμως οι μπότες όπως είπαμε ήταν μαγεμένες και μόλις προσπάθησε να τις φορέσει, εκείνες μίκρυναν τόσο πολύ που έγιναν σαν δύο μικρά παιχνίδια, έβγαλαν φτερά και πέταξαν από τον ανοιχτό ουρανό παράθυρο. Τα έχασε ο πρίγκιπας της Γαλάζιας Πολιτείας και μη ξέροντας τι να κάνει, αποφάσισε να γίνει ο γάμος με την Ζάρα όπως είχε συμφωνηθεί.
Το γλέντι ήτανε τρικούβερτο. Κράτησε μια εβδομάδα και η τελετή ήταν πλούσια και εκθαμπωτική. Η Ζάρα όμως ένιωθε δυστυχισμένη διότι αγαπούσε τον πρίγκιπα με τις κόκκινες μπότες που την είχε χορέψει εκείνο το βράδυ στο παλάτι. Εκείνος ήταν ο γιος της καλής μάγισσας που είχε το γυάλινο κάστρο στο κέντρο του μεγάλου δάσους.
Οι μπότες μόλις έβγαλαν φτερά και πέταξαν, επέστρεψαν στο αφεντικό τους, ξανάγιναν κανονικές και χώρεσαν στα πόδια του.
Ο καιρός περνούσε και μεταξύ του γιου της καλής Μάγισσας και του πρίγκιπα της Γαλάζιας πολιτείας είχε αρχίσει μια διαμάχη για το ποιος τελικά θα έκανε δική του τη Ζάρα. Εκείνη άρχισε να φοβάται και κάποιο παράξενο προαίσθημα γέμιζε την καρδιά της. Κάτι έπρεπε να κάνει. Και να τι σκέφτηκε.
Έγραψε ένα γράμμα το έδεσε στο λαιμό ενός κατάλευκου περιστεριού με μια γαλάζια κορδέλα και σκύβοντας στο αυτάκι του, του ψιθύρισε την διεύθυνση για το Γυάλινο κάστρο. Εκείνο πέταξε γρήγορα και σαν έφτασε χτύπησε με το ράμφος του το τζάμι. Η καλή μάγισσα το άκουσε και του άνοιξε το παράθυρο. Έπιασε το περιστέρι, ξεδίπλωσε το γράμμα και διάβασε:
«Κάνε κάτι καλό σε παρακαλώ, και διώξε το μεγάλο κακό που φώλιασε μες την καρδιά μου. τον πρίγκιπα τον γιο σου αγαπώ. ΖΑΡΑ».
Αμέσως εκείνη πήρε τα μαγικά βότανα τα έβρασε, ήπιε μερικά και αποφάσισε να γίνει αόρατη να πάει κοντά στους δύο άντρες για να ακούσει από πρώτο χέρι τι ακριβώς συμβαίνει.
Σαν έμαθε λοιπόν ποιο ήταν αληθινά το πρόβλημα επέστρεψε στο κάστρο της και το βράδυ που ήρθε ο γιος της, έβαλε στην άκρη τα συναισθήματα παρακαλώντας τον να αφήσει ήσυχο τον πρίγκιπα της Γαλάζιας Πολιτείας και την γυναίκα του Ζάρα. Τότε εκείνος λυπήθηκε και κατάλαβε ότι θα είναι άσκοπο να της ζητήσει βοήθεια. Γι’αυτό παρακάλεσε τις μαγεμένες γυαλιστερές κόκκινες μπότες του, να τον μεταμορφώσουν σε αετό, για να γυρίζει στα βουνά της Γαλάζιας Πολιτείας, ώστε έτσι να βλέπει την αγαπημένη του Ζάρα. Εκείνες εκτέλεσαν την επιθυμία του και μονομιάς ένα δυνατό φρουστ! ακούστηκε και στη θέση του πρίγκιπα παρουσιάστηκε έναν δυνατός αετός φορώντας τις κόκκινες μπότες. Μόλις η μητέρα του κατάλαβε τι είχε γίνει, λυπήθηκε τον μοναχογιό της και πριν προλάβει ο αετός να πετάξει από το παράθυρο τον κράτησε με την μαγική της δύναμη και συμπλήρωσε.
- Έτσι θα είναι καλύτερα , μα μια εβδομάδα τον μήνα, θα γίνεσαι άνθρωπος, θα μένεις στα βουνά και από μια οξιά που θα είναι τεράστια σε μέγεθος να κόβεις ξύλα για να φτιάξεις κάποτε στην κορυφή του βουνού το δικό σου σπίτι.
Από τότε ο αετός τριγυρνά στα βουνά της Γαλάζιας Πολιτείας φορώντας πάντα τις γυαλιστερές κόκκινες μπότες του. Καμιά φορά περνά κι από το γυάλινο κάστρο, βλέπει την γερασμένη μάνα του και τα δάκρυα λερώνουν τις κόκκινες μπότες του.