Η σύζυγος μπαίνει στην κουζίνα και βρίσκει τον άνδρα της να κυνηγάει μύγες.
- Τι κάνεις εκεί; ρωτάει αυτή.
- Κυνηγάω μύγες, απαντάει αυτός.
- Σκότωσες καμία; τον ρωτάει.
- Ναι αμέ. Σκότωσα τρείς αρσενικές και δύο θηλυκές, απαντάει αυτός.
Έκπληκτη η σύζυγος αναρωτιέται:
- Πώς ξεχωρίζεις τις αρσενικές από τις θηλυκές;
Και αυτός απαντάει:
- Οι τρείς ήταν στη μπύρα και οι δύο ήταν στο τηλέφωνο…
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Δύο φίλοι κάθονταν στο μπαλκόνι και ξαφνικά ο ένας βλέπει στο απέναντι μπαλκόνι μια ανεκδιήγητη σκηνή: μια γυναίκα να έχει βγάλει έξω το στήθος της, να το κουνάει με το ένα χέρι και με το άλλο να κρατάει μια σοκολάτα κι ένας άντρας απέναντί της να κρατάει ένα καθίκι με το ένα χέρι και μια ομπρέλα με το άλλο.
- Καλά, τι κάνουν εκείνοι οι δύο, τρελοί είναι;, ρωτάει ο άνθρωπος.
- Όχι, είναι κωφάλαλοι και έτσι συνεννοούνται, λέει ο οικοδεσπότης.
- Και τι διάολο λένε τώρα;, ρωτάει ο πρώτος.
- Μα, νομίζω είναι φανερό, λέει ο άλλος.
- Η γυναίκα λέει: ‘Θέλω να μου φέρεις γάλα κακάο!’ κι ο άντρας της απαντά ‘Να πας να χεστείς, έξω βρέχει!”.
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Ήταν κάποτε τρείς παντρεμένοι φίλοι. Ο ένας αγαπούσε την πεθερά του, ο άλλος ήταν αδιάφορος και ο τρίτος τη μισούσε.
Μια μέρα λοιπόν, όταν ο ένας απ΄τους φίλους ερχόταν απ΄τη δουλειά, ακούει φωνές απ’το ασανσέρ. Ήταν η πεθερά του που φώναζε: “Βοήθεια, βοήθεια!”. Ο τύπος λοιπόν, αγαπούσε πολύ τη πεθερά του, οπότε τρέχει να τη βοηθήσει. Κατάφερε να την απεγκλωβίσει και η πεθερά τον ευγνωμονούσε γι’αυτό. Την επόμενη μέρα, μόλις βγαίνει απ΄το κτίριο της εταιρίας στην οποία δούλευε, βλέπει μπροστά στην είσοδο παρκαρισμένη μια BMW, με μια επιγραφή στο καπώ “Με αγάπη, η πεθερά σου!”
Μια άλλη μέρα, ο δεύτερος απ’τους τρεις γυρίζει σπίτι. Μπαίνοντας στην πολυκατοικία, ξαφνικά ακούει φωνές απ’το ασανσέρ. Ήταν η πεθερά του που φώναζε “Βοήθεια, βοήθεια!”. Ο τύπος λοιπόν, ναι μεν δεν συμπαθούσε τη πεθερά του, αλλά λέει τι στο καλό, μητέρα της γυναίκας μου είναι, οπότε πάει να τη βοηθήσει. Κατάφερε να την απεγκλωβίσει κι αυτός και η πεθερά τον ευγνωμονούσε γι’αυτό. Για να τον ευχαριστήσει, την επόμενη μέρα, μόλις βγαίνει απ΄το κτίριο της εταιρίας στην οποία δούλευε, βλέπει μπροστά στην είσοδο παρκαρισμένη μια Μερσεντές, με μια επιγραφή στο καπώ “Με αγάπη, η πεθερά σου!”
Μετά από λίγο καιρό, ο τρίτος φίλος γυρίζει σπίτι απ’τη δουλειά. Ακούει τις φωνές της πεθεράς του απ’το ασανσέρ. Είχε εγκλωβιστεί κι αυτή και ζητούσε βοήθεια. Όμως αυτός την αντιπαθούσε ιδιαίτερα, οπότε και την άφησε να πεθάνει από κλειστοφοβία.
Την επομένη στο γραφείο, όλοι σε κλίμα πένθους, αλλά αυτός ήταν άνετος κι ωραίος, λές και δεν είχε πεθάνει η πεθερά. Βγαίνοντας έξω απ΄το γραφείο, βλέπει μια Ferrari παρκαρισμένη απ’έξω, πάνω στο καπώ της οποίας υπήρχε μια επιγραφή “Με αγάπη, ο πεθερός σου!”
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Η σύζυγος επιστρέφει μια μέρα στο σπίτι της από τα ψώνια νωρίτερα από ότι αναμενόταν και βρήκε τον άντρα της στο κρεβάτι με μια άλλη γυναίκα. Άστραψε και βρόντηξε και την ώρα που απειλούσε ότι θα πάει στο δικηγόρο, ο σύζυγος της είπε:
“Πριν φύγεις, θέλω να ακούσεις πώς έγιναν όλα αυτά. Οδηγούσα το πρωί και βρήκα αυτή τη γυναίκα στην άκρη του δρόμου. Εμοιαζε πολύ ταλαιπωρημένη και ήταν κλαμένη. Τι ρώτησα τι έχει και μου είπε ότι δεν είχε φάει για μέρες.
Ετσι την έφερα στο σπίτι και της έκανα να φάει από εκείνα τα μπιφτέκια που τάχες παρατημένα στην κατάψυξη.
Μετά είδα ότι τα παπούτσια της ήταν τρύπια και της έδωσα ένα ζευγάρι δικά σου που δεν φορούσες πια γιατί είχαν βγει από τη μόδα.
Κρύωνε και της έδωσα εκείνο το πουλόβερ που σου πήρα για τα γενέθλιά σου, αλλά δεν φόρεσες ποτέ, γιατί δε σου άρεσε το χρώμα.
Πρόσεξα ότι και το παντελόνι της ήταν σκισμένο και της έδωσα ένα δικό σου, που έχεις να φορέσεις κάτι καιρούς γιατί δεν δείχνει καλό επάνω σου.
Την ώρα που έφευγε, μ’ ευχαρίστησε χαμογελώντας και με ρώτησε αν υπάρχει και τίποτα άλλο που δεν χρησιμοποιεί πια η γυναίκα μου…”
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που ξεμονάχιασαν, κάπου σ’ ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ’ αυτά τα μυστήρια με τα τζίνια. Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι.
- Έχετε ο καθένας από μια ευχή, θα σας την πραγματοποιήσω και μετά φεύγω, λέει το τζίνι.
Ο Λευκαδίτης λέει:
- Ψαράς είμ’ εγώ, ψαράς είν’ ο πατέρας μου, ψαράς ήταν κι ο παππούς μου κι ο γιός μου ψαράς θα γίνει κι αυτός. Θέλω να γεμίσουν οι ωκεανοί και τα πέλαγα με ψάρια.
- Έγινε, λέει το τζίνι και πραγματοποιήθηκε η ευχή.
Ο Κερκυραίος, έκθαμβος, λέει:
- Θέλω έναν τείχος γύρω απ’ όλη την Κέρκυρα, έτσι που τίποτα να μη μπορεί να μπεί μέσα.
Μ’ ένα κροτάλισμα των δακτύλων, το τζίνι πραγματοποιεί κι αυτήν την ευχή.
Ο Κεφαλονίτης ρωτάει:
- Δε μου το ξαναλές αυτό το περί τείχους;
- Να, είναι γύρω στα πενήντα μέτρα ψηλό, 20 μέτρα φαρδύ και τίποτα δεν μπορεί ούτε να μπει ούτε να βγει από εκεί, του λέει το τζίνι.
- Εντάξει, λέει ο Κεφαλονίτης. Γέμισέ το με νερό τώρα!
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Ένας πολύ ντροπαλός τύπος πάει σε ένα μπαρ. Εκεί, βλέπει μια πάρα πολύ όμορφη κοπέλα. Μετά από κάποια ώρα, βρίσκει το θάρρος να την πλησιάσει και τη ρωτά:
- Δεσποινίς… μήπως… θα θέλατε να συζητήσουμε λιγάκι;
Αυτή, απαντά φωνάζοντας με όλη της τη δύναμη:
- Όχι, αποκλείεται να κοιμηθώ μαζί σου απόψε!
Όλοι στο μπαρ γυρίζουν προς το μέρος τους και τους κοιτούν επίμονα. Ο ντροπαλός τύπος τα έχει χάσει νιώθει πολύ άσχημα και γυρνά σιγά-σιγά στη θέση του. Μετά από λίγο, η κοπέλα τον πλησιάζει και του ζητάει συγνώμη. Του χαμογελά και του λέει:
- Με συγχωρείς για αυτό που συνέβη νωρίτερα. Βλέπεις, είμαι φοιτήτρια ψυχολογίας στο τελευταίο έτος και μελετώ πως συμπεριφέρονται οι άνθρωποι όταν νιώθουν αμήχανα.
Κι εκείνος απαντά, φωνάζοντας:
- Τι εννοείς 200 ευρώ;
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Ηταν ενας Γερμανος, ενας Γαλλος κι ενας Ελληνας (ως συνηθως) και μετα απο ενα ατυχημα που ειχαν πεθαναν και οι τρεις. Εμφανιζεται ξαφνικα μπροστα τους ο Αγιος Πετρος και τους λεει:
«θα σας δωσω απο μια ευκαιρια να δουμε αν θα πατε στον παραδεισο η στην κολαση.»«Θα πεταξετε και οι τρεις απο ενα αντικειμενο μεσα στη θαλασσα κι εγω θα βουτηξω να το βρω. Αν το βρω θα πατε στην Κολαση, αν ομως δεν το βρω θα πατε στον Παραδεισο.»
Συμφωνησαν και οι τρεις με την προταση του αγιου και αρχισαν να σκεφτονται τι να πεταξουν.
Πρωτος ηταν ο Γερμανος που πεταξε στη θαλασσα ενα κουμπι. Βουταει ο Αγιος Πετρος και μετα απο μιση ωρα βγαινει με το κουμπι στο χερι.
«Δυστυχως για σενα το βρηκα κι ετσι θα πας στην Κολαση», του λεει.
Μετα ηρθε η σειρα του Γαλλου ο οποιος αφου ειδε πως ο Αγιος βρηκε κατι τοσο μικρο οσο ενα κουμπι, αποφασισε να πεταξει μια τριχα. Βουταει ο Αγιος, περναει μια ωρα, περνανε δυο ωρες και στο τελος βγαινει παλι με την τριχα στο χερι.
«Κι εσυ δεν τα καταφερες, αρα κι εσυ θα πας στην Κολαση», ειπε και στον Γαλλο.
Τελος ηρθε η σειρα του Ελληνα ο οποιος πεταξε κι εκείνος κατι μεσα στη θαλασσα. Βουταει ο Αγιος, περνανε γυρω στις πεντε ωρες και στο τελος βγαινει χωρις να κραταει τιποτε στα χερια του.
«Δεν μπορεσα να βρω αυτο που πεταξες, συνεπώς θα πας στον Παραδεισο, ομως μπορεις σε παρακαλω να μου λυσεις την απορια και να μου πεις τι ηταν αυτο;» τον ρωταει.
Και η απαντηση του Ελληνα:
«Depon αναβραζον!»
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Δύο τύποι ψάρευαν.
Βγάζει ο πρώτος ένα ψάρι, το ρίχνει στον κουβά του, βγάζει δεύτερο, το ρίχνει στον κουβά.
Ο άλλος βγάζει ένα ψάρι, το απαγκιστρώνει, το ρίχνει πίσω στην θάλασσα, βγάζει δεύτερο, το ρίχνει στην θάλασσα.
Οπότε του λέει ο πρώτος:
- Ρε φίλε, γιατί τα πετάς, δεν σου αρέσουν τα ψάρια;
- Μπα, δεν μου αρέσουν τα ψάρια, η διαδικασία μου αρέσει.
- Αφού τα πετάς, δεν τα δίνεις σε μένα που έχω γυναίκα και οκτώ παιδιά;
- Σώπα ρε φίλε, οκτώ παιδιά, ε; θα πρέπει να σου αρέσουν πολύ τα παιδιά!
- Μπα, δεν μου αρέσουν τα παιδιά.
Η διαδικασία μου αρέσει!!!
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Ένας άντρας παίρνει το παρακάτω τηλεγράφημα:
"Πεθερά νεκρή. Παρακαλώ ενημερώστε αν θέλετε ταφή, αποτέφρωση ή ταρίχευση."
Οπότε εκείνος στέλνει την απάντηση:
"Ας μην το ρισκάρουμε. Και τα τρία παρακαλώ
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Σωτήρης παίρνει τηλέφωνο τον φίλο του το Γιάννη στην Θεσσαλονίκη και του λέει:
- Φίλε Γιάννη, έρχομαι εκτάκτως στην Θεσσαλονίκη για δουλειά, θα φτάσω αργά το βράδυ, μπορείς να με φιλοξενήσεις για μία βραδιά;
- Καλά ρε Σώτο και το συζητάς;
Φτάνοντας ο Σωτήρης κατά της 1:30 το βράδυ στο σπίτι του Γιάννη.
- Φιλε Σώτο, θες να κοιμηθείς με το μωρό στο δωμάτιο; Ή στο σαλόνι να σου στρώσω κάτω;
- Ασε μην ανησυχήσω το μωρό θα κοιμηθώ στο σαλόνι.
Το πρωί ο Σωτήρης σηκώθηκε πιο νωρίς από τους άλλους και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ένα καφέ και τι να δει!!! Μια ψήλη ξανθιά 2μετρη με το στήθος έξω και φορώντας μόνο ένα string!!!! Τα ψιλοχάνει για λίγο και ρωτάει γεμάτος απορία:
- Συγγνώμη εσύ ποια είσαι;
- Εγώ είμαι το μωρό, εσύ ποιος είσαι;
- Εγώ είμαι ο Μακακας που ήρθε χθες.....
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Κάποτε, ένας μάγκας, πηγαίνει σ` ένα καφενείο μαζί με τους φίλους του, για να παίξει λίγο τάβλι, ώστε να περάσει η ώρα. Πηγαίνει λοιπόν, κάθεται και περιμένει μέχρι να έρθει ο καφετζής να πάρει παραγγελία.
- "Τι θα πάρετε παρακαλώ;"
- "Που `σαι φίλε, θέλω ένα καφεδάκι περιποιημένο. Δε θέλω να είναι ούτε πολύ γλυκός, αλλά ούτε και πολύ πικρός. Τσακ στη μέση.
Δε θέλω να έχει ούτε πολλές φουσκάλες, αλλά ούτε και λίγες. Τσακ στη μέση. Το φλιτζάνι στο οποίο θα το βάλεις, δε θέλω να είναι ούτε πολύ μεγάλο, αλλά ούτε και πολύ μικρό. Τσακ στη μέση."
Ο καφετζής αγανακτισμένος φεύγει.
- "Ε! Φίλε που πας, δε τελείωσα ακόμα. Ακου λοιπόν. Μαζί με το καφέ θέλω και κουλουράκια. Τα οποία, δε θέλω να είναι ούτε πολύ μεγάλα, αλλά ούτε και πολύ μικρά. Τσακ στη μέση. Δε θέλω να έχουν ούτε πολύ σουσάμι, αλλά ούτε και λίγο. Τσακ στη μέση. Και τώρα σπάσε, είσαι ελεύθερος."
- "Μάλιστα κύριε", απαντάει πυρ και μανία ο καφετζής.
Η ώρα περνούσε και ο μάγκας περίμενε το καφέ του με ανυπομονησία. Το μαγαζί άδειασε και ο μάγκας δεν είχε πάρει ακόμα το καφέ του. Έτσι λοιπόν, μετά από περίπου μιάμιση ώρα, λέει στο καφετζή:
- "Ε! Φίλε! Τι θα γίνει με το καφέ;"
Και ο καφετζής του απαντάει:
- "Ακου μεγάλε! Δε σε έχω γραμμένο ούτε πολύ δεξιά, αλλά ούτε και πολύ αριστερά. Τσακ στη μέση.", δείχνοντας του το μπλοκάκι με τις παραγγελίες.
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Μπαίνει μια γυναίκα με το παιδί της σε ένα ταξί. Καθώς περνάνε από τη Συγγρού λέει το μικρό το κοριτσάκι.
- “Μαμά, τι είναι όλες αυτές εδώ οι γυναίκες που είναι έντονα βαμμένες και τα ρούχα τους είναι πολύ μικρά;”
- “Είναι γυναίκες που περιμένουν να σχολάσουν οι άντρες τους παιδί μου.”
Ξαφνικά πετάγεται ο ταξιτζής και λέει:
- “Τι λες ρε, πουτ@νες είναι!”
Για δυο λεπτά δε μιλάει κανένας. Ξαφνικά ρωτάει το κοριτσάκι,
- “Μαμά, οι πουτάνες κάνουν παιδιά;”
- “Φυσικά παιδί μου, από που νομίζεις βγαίνουν οι ταξιτζήδες!”
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Είναι ένα κινεζάκι, ένα αμερικανάκι, και ένα ελληνόπουλο και συζητάνε.
Λέει το κινεζάκι:"Καλά μιλάμε,ο πατέρας μου δουλεύει 100 χιλιόμετρα μακριά απο'δώ αλλά με το καινούριο τρένο 3:00 σχολάει και 3:30 το τραπέζι είναι στρωμένο!
"."Καλό",λέει το αμερικανάκι,"αλλά εμένα ο πατέρας μου δουλεύει στη Nasa ξέρετε,και με τον καινούριο πύραυλο,δουλεύει στο φεγγάρι.3:00 σχολάει,3:30 το τραπέζι είναι στρωμένο!".
"Τι μου λέτε ρε",λέει το ελληνόπουλο"."Εμένα ο πατέρας μου είναι δημόσιος υπάλληλος.Σχολάει στις 3 και στις 2:30 έχουμε ήδη φάει "