Μια φορά και έναν καιρό, μέσα στο μεγάλο δάσος, ζούσε ένα πελώριο δέντρο που το έλεγαν χαμομήλι. Φάνταζε ανάμεσα στα άλλα δέντρα, για το χοντρό του κορμό και τα μεγάλα του κλαδιά! Περήφανα κάθε πρωί, άνοιγε τα πράσινα φύλλα του, τα τέντωνε καμαρωτά, και από την πολλή του περηφάνια δεν έκανε παρέα με κανένα από τα υπόλοιπα δέντρα. Όμως επειδή ο καλός μας Θεός τιμωρεί τους υπερήφανους, ακούστε τι έπαθε.
Ένα πρωί ήρθαν στο δάσος κάτι ξυλοκόποι. Τα δέντρα παραξενεμένα σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους, τι ήθελαν εδώ.
Προς μεγάλη τους έκπληξη τους ρώτησε και το χαμομήλι, και τότε του απάντησαν ότι έψαχναν να βρουν τον πιο χοντρό κορμό, για να φτιάξουν τον Σταυρό του Ναζωραίου.
- Αχ! Αναστέναξε η ελιά. Κάποτε κάθισε στον ίσκιο μου να ξεκουραστεί. Ο Ναζωραίος βοηθάει τους πονεμένους και τους άρρωστους. Εγώ δεν τον δίνω τον κορμό μου, είπε αποφασιστικά τελειώνοντας την κουβέντα της η ελιά.
Συγκινημένοι το Πεύκο και η Λεύκα είπαν πως ούτε κι εκείνοι θα έδιναν τον κορμό τους.
Στο μεταξύ οι ξυλοκόποι έβγαλαν τα τσεκούρια, σήκωσαν τα μανίκια τους, και άρχισαν να κόβουν την Ελιά. Μονομιάς εκείνη αγρίεψε, και πέταξε τόσο μεγάλους ρόζους που τα τσεκούρια των ξυλοκόπων κόντεψαν να σπάσουν.
- Πάμε στο Πεύκο, φώναξαν.
Όμως εκείνο πλημμύρισε ρετσίνι. Τα τσεκούρια κόλλησαν και θυμωμένοι οι ξυλοκόποι πήγαν στην Λεύκα. Κι εκείνη όμως δεν τους άφησε να κόψουν τον κορμό της.
Η μέρα περνούσε και κανένα δέντρο δεν έδινε το ξύλο του για τον Σταυρό. Η Ιτιά τρανταζότανε, η Τριανταφυλλιά γέμιζε αγκάθια και το Έλατο πέταγε φλούδες. Μόνο σαν ήρθε η σειρά του Χαμομηλιού, εκείνο κάθισε σιωπηλό και υπάκουο και έκοψαν το ξύλο του, από όπου φτιάχτηκε και ο Σταυρός του Ναζωραίου.
Οι ξυλοκόποι το φόρτωσαν κι έφυγαν βιαστικά. Τότε ένα παράξενο σκοτάδι απλώθηκε στο δάσος. Όλα τα δέντρα με απορία έβλεπαν το Χαμομήλι να κονταίνει, να κονταίνει, οι ρίζες του συρρικνώθηκαν, τα πελώρια κλαδιά του χάθηκαν, μαλάκωσε ο κορμός του, κι ‘έγινε τόσο μικρό που κανείς πλέον δεν το πρόσεχε. Λυπημένο άρχισε να κλαίει, ζητώντας από τον καλό Θεό συγχώρεση που υπήρξε περήφανο και ξιπασμένο. Εκείνος του έδωσε την ευκαιρία να επανορθώσει και του είπε:
- Έγινες η αιτία να πονέσει ο Μοναχογιός μου, αλλά επειδή μετάνιωσες αληθινά, σου δίνω την δύναμη να μπορείς με το ζουμί από τα λουλουδάκια σου να γιατρεύεις τους πόνους των ανθρώπων.
Από τότε φυτρώνει μόνο του στις ερημιές χωρίς ανθρώπινη φροντίδα. Αν καμιά φορά πηγαίνοντας στη εξοχή, συναντήσετε κάτι τόσο δα μικρά λουλουδάκια, με κίτρινη καρδιά και άσπρα φυλλαράκια, μην τα πατήσετε.
Σκύψτε να το μαζέψετε. Είναι το Χαμομήλι.