Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Α ΤΣΕΧΩΦ ΧΩΡΙΣ ΣΧΟΛΙΑ!!!ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Tις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα “χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν…
- Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια* το μήνα…
- Για σαράντα.
- Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ…
- Δύο μήνες και πέντε μέρες…
- Δύο μήνες ακριβώς… Το “χω σημειώσει… Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές… δε δουλεύετε τις Κυριακές.
Πηγαίνετε περίπατο μετα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές…
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
- Τρεις γιορτές… μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα… Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες… Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό… Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν… Χμ! σαράντα ένα ρούβλια… Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
- Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του… Βγάζουμε δύο ρούβλια… Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει… Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια… Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να “χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι” αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…
- Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.
- Το “χω σημειώσει!
- Καλά…
- Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
- Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε… Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.

- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου!
Τρία… τρία, τρία… ένα και ένα… Πάρ” τα…
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
- Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
- Και γιατί με ευχαριστείς;
- Για τα χρήματα.
- Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
- Οι άλλοι δε μου “διναν τίποτα!…
- Δε σου “διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ” αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.
____
  * Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ 99

Από το βιβλίο του Αργεντίνου ψυχοθεραπευτή Χόρχε Μπουκάι, «Να σου πω μια Ιστορία». 
«Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο. Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς. Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη. Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:
-Ποιο είναι το μυστικό σου?
-Ποιο μυστικό Μεγαλειότατε?
-Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου. Λέγε γρήγορα.
-Μα…δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.
-Πως τολμάς να λες ψέμματα σ´εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες  προσβολές, από ένα ψέμα.
-Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει  κανένα μυστικό.
-Και πως τα καταφέρνεις βρε ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος? Σε έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Ολο χαχαχού και αστεία είσαι.
-Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η Λαμπροσύνη σας με  τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σ´ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος?
-Άκου, ηλίθιες δικαιολογίες εχω χορτάσει από τους συμβούλους μου. Αν δεν μου πεις το μυστικό της χαράς σου, η υπομονή μου θα εξαντληθεί και μαζί της και το κεφάλι στους ώμους σου. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένος με αυτά που μου παρέθεσες.
-Μα Βασιλιά μου σας παρακαλώ πιστέψτε με. Δεν σας κρύβω κάτι. Πως θα μπορούσα άλλωστε. Δεν υπάρχει μυστικό.
-Χάσου από μπροστά μου ηλίθιε, πριν φωνάξω το δήμιο. Γελοίε. Καραγκιόζη.
Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο.  Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Του φαινόταν τόσο παράλογο ο βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.
-Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος?
-Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.
-Έξω από που?
-Μα από τον κύκλο.
-Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος?
-Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.
-Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής? Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο?
-Ακριβώς βασιλιά μου.
-Και πως βγήκε?
-Δεν μπήκε ποτέ.
-Βάλθηκες να με τρελλάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός και γιατί μας προκαλεί θλίψη?
-Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.
-Και πως λειτουργεί αυτός ο διαολόκυκλος?
-Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας τον δείξω στην πράξη.
-Δηλαδή τι θα κάνεις?
-Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.
-Πως δηλαδή, θα τον σπρώξεις? είπε ο βασιλιάς κοροιδευτικά.
-Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.
-Και καλά, όταν μπεί δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε να βγεί κατ´ευθείαν?
-Θα το αντιληφθεί, αλλά δεν θα θέλει να φύγει.
-Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλά παρ´όλα αυτά θα μπεί οικιοθελώς και δεν πρόκειται να ξαναβγεί?
-Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας δεν θέλει να βγεί από τον κύκλο του ενενήντα εννέα. Οσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο. Θα μάθεις λοιπόν πως λειτουργεί ο κύκλος, αλλά εσύ θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι έναν χαρούμενο άνθρωπο.
-Δεν με νοιάζει. Τι πρέπει να κάνουμε? Πότε ξεκινάμε?
-Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένα σακί με ενενήνταεννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο.
Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μύνημα που έλεγε:
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ.
Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δυό φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. Οταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να διαβάζει το μύνημα και να ανοίγει το πουγγί. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη, ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω. Τον είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του, να χώνεται γρήγορα σπίτι του. Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να κατακοπεύσουν. Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το περιεχόμενο.Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες.
Ηταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ενα βουνό από χρυσά φλουριά. Ενας θησαυρός. Ολος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του.Αρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στίβες. Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε. Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρείς, τέσσερις, πεντε, έξι…Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα, εκατ…που είναι το τελευταίο? Ξαναμετρά μία μία τις στίβες να βρεί το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει…Τίποτα. Η τελευταία κολώνα ελλειματική. Μόνο εννέα φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το μέσα έξω στο σακκούλι…Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα.Δεν μπορεί τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.
-Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μου έπεσε…κάπου πρέπει να είναι. Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε!
Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος. Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά. Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. Ενενηντα εννέα φλουριά, είναι πολλά λεφτά…συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σαν άρχοντας…συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. Τώρα μου λείπει ένα. Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. Ηταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του.Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακκούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα. Υστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.
Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί? Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρώ και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω. Μετά όμως μεγάλε…άραγμα. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να μην δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου! Τελείωσε τους υπολογισμούς του. Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.
-Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρεί να κάνει στην πολιτεία. Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δυό τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.
Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.
Ισως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. Ετσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Ασε που μια και είναι τζάμπα, τό´χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται? Μπαίνει η Ανοιξη. Ερχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω…Να πουλήσω…Πρέπει να γίνουν θυσίες. Αλλωστε θα πιάσουν τόπο. Σε δυό χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας λείπει και μετά…ποιός μας πιάνει μετά. Θα είμαστε πλούσιοι. Οτι μας γιαλίζει θα το αγοράζουμε. Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά…
Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπεί στον κύκλο του ενενηντα εννέα.
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά επέμενε στην απόφασή του. Ενα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.
-Μα καλά, τί έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.
-Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο?
-Μέρες έχω να σ´ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι?
-Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου? Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε. Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.
Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι. Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.
Ο ασπρομάλλης ψυχαναλυτής έκανε μια παύση και κοίταξε προσεκτικά τον ασθενή του. Προσπάθησε να διαβάσει τα συναισθήματα από την ιστορία στο πρόσωπό του. Ανακάθησε στην πολυθρόνα του, πήρε το ποτήρι δίπλα του και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά σακέ. Καθάρισε την φωνή του και συνέχισε: Βλέπεις Ντεμιάν,εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σ´αυτήν την ηλίθια ιδεολογία. Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνο αν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις.
Γι αυτό, μάθαμε πως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει…Και επειδή πάντα κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε ποτέ την ζωή…Τι θα συνέβαινε όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας και αντιλαμβανόμαστε, έτσι ξαφνικά, ότι τα ενενηντα εννιά φλουριά μας είναι το100% του θησαυρού? Οτι δεν μας λείπει τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψε τίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενηντα εννιά? Οτι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας, για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο, κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι? Μια παγίδα για να μην σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν. Αιωνίως τα ίδια. Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσι ακριβώς όπως είναι. Ετσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε. Προσοχή όμως Ντεμιάν. Το να παραδεχτείς ότι το ενενηνταεννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. Δεν σημαίνει άραγμα, συμβιβασμός με οτιδήποτε. Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι, κι άλλο το να συμβιβάζεσαι.
Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι ..
(από το βιβλίο του Αργεντίνου ψυχοθεραπευτή Χόρχε Μπουκάι, «Να σου πω μια Ιστορία»)
ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΙΟΤΗ!!!!

Από τον Mario de Andrade (Ποιητή, συγγραφέα, δοκιμιογράφο και μουσικολόγο από τη Βραζιλία) :
«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ” ότι έχω ζήσει έως τώρα…Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.
Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.
Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.
Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.
Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.
Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.
Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.
Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.
Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες.
Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται…Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…
Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.
Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.
Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.
Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.
Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.
Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.
Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…
Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.
Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.
Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ” όσες έχω ήδη φάει.
Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.
Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…»

ΧΡΟΝΟΣ ΑΞΙΑΣ

«Χρόνος αξίας 50 ευρώ»

Ένας πολυάσχολος και επαγγελματικά - οικονομικά επιτυχημένος πατέρας γυρίζει στο σπίτι του, από την εργασία, αργά το βράδυ, κουρασμένος και εκνευρισμένος, και βρίσκει πεντάχρονο γιό του να τον περιμένει στην πόρτα.
Γιός: «Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;»
Πατέρας: «Και βέβαια! Τι θέλεις;»
Γιός: «Μπαμπά, πόσα χρήματα κερδίζεις απ’ τη δουλειά σου μέσα σε μία ώρα;»
Πατέρας (θυμωμένα): «Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς ένα τέτοιο πράγμα;»
Γιός: «Θέλω ακριβώς να ξέρω. Σε παρακαλώ πες μου: πόσα χρήματα κερδίζεις μέσα σε μια ώρα;»
Πατέρας: «Εάν πρέπει να ξέρεις, κερδίζω 50€ την ώρα.»
Γιός: «Ωχ!» (και μετά από λίγη σκέψη…) «Μπαμπά σε παρακαλώ μπορείς να μου δανείσεις 25€;»
Πατέρας (εξαγριωμένος): «Εάν ο μόνος λόγος που εσύ ρώτησες είναι ώστε να δανειστείς κάποια χρήματα για να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ' ευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Σκέψου γιατί είσαι τόσο εγωιστής. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες».
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα. Ο πατέρας κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και, όσο το σκεπτόταν, τόσο νευρίαζε περισσότερο: «Πώς τόλμησε να υποβάλει τέτοια ερώτηση μόνο και μόνο για να μου ζητήσει κάποια χρήματα;!...». Μετά από αρκετή ώρα, όμως, κι αφού στο μεταξύ είχε ηρεμήσει, άρχισε να σκέφτεται πιο ψύχραιμα: «Ίσως να υπάρχει κάτι που θα πρέπει πραγματικά να αγοράσει ο γιός μου με τα 25€ που μου ζήτησε. Άλλωστε δεν μου ζητάει χρήματα πολύ συχνά!...». Πηγαίνει, λοιπόν, στο δωμάτιο του παιδιού, ανοίγει την πόρτα και τον ρωτάει:
Πατέρας: «Κοιμάσαι γιε μου;»
Γιός: «Όχι, μπαμπά, δεν κοιμάμαι!»
Πατέρας: «Σκέφτηκα πως ίσως ήμουν πολύ σκληρός και απότομος μαζί σου νωρίτερα. Ήταν μια δύσκολη ημέρα και έβγαλα όλη την κούραση και το άγχος μου σε σένα. Ορίστε τα 25€ που μου ζήτησες!»
Το παιδί έτρεξε κατ' ευθείαν επάνω του χαμογελώντας, τον αγκάλιασε και του είπε: «Σε ευχαριστώ μπαμπά!». Κατόπιν επιστρέφει στο κρεβάτι του, σηκώνει το μαξιλάρι του, βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα κι αρχίζει να τα μετράει. Ο πατέρας, βλέποντας πως το παιδί του είχε ήδη αρκετά χρήματα, νευριάζει και πάλι:
Πατέρας: «Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα εφόσον έχεις ήδη αρκετά;», του λέει επιτιμητικά.
Γιός: «Επειδή δεν είχα αρκετά! Τώρα, όμως, έχω!»
Και πριν προλάβει ο πατέρας να ξεσπάσει, πάλι, επιτιμώντας τον γιό του για την πλεονεξία του, τον ακούει να του λέει:
«Μπαμπά, τώρα έχω 50€! Δηλαδή μπορώ να αγοράσω μια ώρα από τον χρόνο σου!... Μπορείς, σε παρακαλώ, να έρθεις νωρίς στο σπίτι, αύριο το βράδυ; Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί!»
Ο πατέρας, αγκάλιασε τον μικρό γιο του και του ζήτησε συγγνώμη…

[Η ιστορία αυτή, είναι μια σύντομη υπενθύμιση σε όλους μας, που εργαζόμαστε τόσο σκληρά στη ζωή μας, κάθε μέρα! Δεν πρέπει να αφήσουμε το χρόνο να περνάει, χωρίς να αφιερώνουμε χρόνο σε εκείνους που πραγματικά σημαίνουν κάτι για εμάς, σ’ εκείνους που είναι κοντά στις καρδιές μας. Θυμηθείτε να μοιράζεστε χρόνο αξίας τουλάχιστον 50€ κάθε μέρα με κάποιους που αγαπάτε. Εάν πεθάνουμε αύριο, η εταιρεία ή η επιχείρηση για την οποία εργαζόμαστε θα μπορέσει εύκολα να μας αντικαταστήσει μέσα σε λίγες ώρες . Αλλά η οικογένεια και οι φίλοι που αφήνουμε πίσω θα αισθανθούν την απώλεια για το υπόλοιπο των ζωών τους…]