Ο Κούρος και το αγόρι που αγαπούσε τα όπλα ή Ποιος είπε ότι τα αγάλματα δεν κλαίνε
Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά χρόνια, τόσο παλιά που τα ονομάζουν αρχαιότητα, ήταν ένα 'oμoρφo αγ'oρι, που το έλεγαν Κούρο. Ήταν φτιαγμένος από μάρμαρο και το γυμνασμένο του άσπρο και λείο κορμί άστραφτε στον ήλιο. Τα μακριά μαλλιά του έπεφταν σε μπούκλες πάνω στους φαρδιούς του ώμους. Βόστρυχους τις λένε οι αρχαιολόγοι, αυτοί που μελετάνε την αρχαιότητα. Χαμογελούσε συνεχώς, θαρρείς και το χαμόγελο είχε πετάξει όμοιο πεταλούδα και στόλιζε το ομορφοκαμωμένο του στόμα. Το αριστερό του πόδι έκανε ένα βήμα μπροστά σαν να βάδιζε αργά-αργά και να παρατηρούσε τον κόσμο με την ησυχία του. Άλλωστε είχε όλο τον καιρό μπροστά του, αφού δε θα έφευγε από τον κόσμο αυτό ποτέ. Ήταν αθάνατος. Όμως ο Κούρος ήταν πάντα ακίνητος να αγναντεύει τον ήλιο, να τον χαϊδεύει το αεράκι, να μυρίζει τα αγριολούλουδα, να τον λούζει η βροχούλα, να θαυμάζει την πλάση. Όρθιος και χαμογελαστός πάνω στο βάθρο του, ακίνητος και αθάνατος και γαλήνιος.
Κάποτε αναρωτήθηκε γιατί άραγε βρίσκεται εκεί. Και ανακάλυψε πως ένα άλλο αγόρι, που δε ζούσε πια, αλλά που ήταν εξίσου όμορφο με αυτόν, βρισκόταν παραδίπλα δίχως ήλιο, φως , αγέρα, βροχή. Εκείνος ο νέος κάποτε τα χαιρόταν όλα τούτα. Του άρεσε μάλιστα να παλεύει με άλλα αγόρια στην παλαίστρα, να γυαλίζει την ασπίδα του, να ρίχνει το ακόντιό του. Ήρθαν όμως δύσκολοι καιροί και ανακάλυψε πως έπρεπε να παλεύει με άλλα αγόρια από άλλα μέρη και να ρίχνει το ακόντιο, όχι όμως πια για παιγνίδι. Τον έστειλαν να πολεμήσει άλλα όμορφα αγόρια. Και τώρα δε γέλαγε και δε χαιρόταν. Δεν του άρεσαν πια τα όπλα, αλλά ήταν πολύ αργά. Ένα ακόντιο όμοιο με το δικό του τον χτύπησε και μόλις που πρόλαβε να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο και να νιώσει το απαλό αεράκι να του χαϊδεύει το πρόσωπο και να μυρίσει τα αγριολούλουδα γύρω του, καθώς σωριαζόταν καταγής. Έφυγε από τον κόσμο αυτό και πήγε σε έναν άλλο κόσμο μακριά από τους γονείς του, τους φίλους του, την πόλη του, τα λουλούδια, τον αέρα, τη βροχή.
Οι γονείς του απαρηγόρητοι τον έβαλαν να κοιμηθεί για πάντα. Θρηνούσαν για το αγόρι τους που δεν μπορούσε να δει, να μιλήσει, να γευτεί, να μυρίσει. Δεν ήξεραν πια τι να του προσφέρουν, για να χαρεί. Ώσπου κάθισαν και σκέφτηκαν να παραγγείλουν να τους φτιάξουν ένα όμορφο σαν το αγόρι που χάσανε άγαλμα, τον Κούρο. Ένα αγόρι που θα ήταν αθάνατο σε αντίθεση με το δικό τους αγόρι και που θα χαιρόταν για πάντα το φως, τον αέρα, τις βροχές. Ακόμα θα συντρόφευε το γιο τους που είχε φύγει μακριά τους. Ένας γλύπτης λοιπόν έβαλε όλη του την τέχνη και το συναίσθημα και να! Δημιουργήθηκε ο Κούρος! Τον στήσανε σε ένα βάθρο δίπλα από εκεί που ήταν ξαπλωμένο για πάντα το αγόρι τους, που του άρεσε κάποτε να παίζει με τα όπλα.
Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια και θαύμαζαν οι άνθρωποι το χαμογελαστό μαρμάρινο αγόρι, τον Κούρο. Και θυμόντουσαν βλέποντας τον το άλλο αγόρι, που αγαπούσε τα όπλα κάποτε και τώρα βρισκόταν ξαπλωμένο παρακεί. Κι έτσι κοιτώντας τον Κούρο παρηγοριόνταν οι γονείς και οι φίλοι του αγοριού, που δεν ήταν πια μαζί τους. Και μετά από πολύ-πολύ καιρό, όταν έπαψαν πια να υπάρχουν κι αυτοί, θαύμαζαν οι περαστικοί τον όμορφο Κούρο κι αναρωτιόνταν για ποιο ωραίο αγόρι, που δε ζούσε πια, είχε φτιαχτεί. Εκείνο που δεν ήξεραν είναι πως με τον καιρό τα δυο παιδιά έγιναν φίλοι. Έλεγε ο Κούρος στο αγόρι κάτω από το χώμα τι έβλεπε, τι μύριζε, τι ένιωθε, όταν τον άγγιζε ο ήλιος και ο αγέρας και η βροχή. Κι έλεγε το αγόρι κάτω από το χώμα στον Κούρο πώς είναι να μπορείς να κινείσαι, να σταματήσεις να χαμογελάς, να κλαις, να αγαπάς, να διαλέγεις. Έτσι έδινε ο καθένας στον άλλο αυτό που του έλειπε.
Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι αιώνες και γίνονταν όλο και περισσότερο φίλοι τα δυο παιδιά, ο μαρμάρινος Κούρος και ο νέος που κάποτε αγαπούσε τα όπλα. Ώσπου ξάφνου ένας δυνατός σεισμός τράνταξε τον Κούρο και τον έριξε από το βάθρο του. Έχασε για λίγο την αιώνια γαλήνη του και δεν μπορούσε πια να κοιτάζει από ψηλά τους διαβάτες και τους αγρούς. Αλλά δεν τον πείραζε, γιατί τώρα άθελά του ξάπλωσε δίπλα από το αγόρι που κάποτε αγαπούσε τα όπλα. Ήταν πια πιο κοντά και τα λέγανε καλύτερα. Ύστερα ήρθαν καταιγίδες και νεροποντές και πάλι καταιγίδες και πάλι νεροποντές και ο Κούρος λίγο-λίγο σκεπάστηκε με το χώμα που παρέσυρε το νερό. Στην αρχή καλύφθηκε το μισό αριστερό του πόδι. Μετά όλο το δεξί του χέρι. Τέλος κρύφτηκε ολόκληρος κάτω από τη γη δίπλα από το φίλο του.
Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι αιώνες, ώσπου ξάφνου τα δυο αγόρια ακούνε θόρυβο! Γκαπ, γκουπ! «Μα τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκαν. Κι όλο και πλησίαζαν οι χτύποι. Γκαπ, γκουπ! Περίμεναν με περιέργεια να δουν τι είναι αυτό που τους ανησυχεί. Οι ήχοι γίνονταν όλο και πιο δυνατοί, έρχονταν όλο και πιο κοντά. Και νά, ξαφνικά μια ηλιαχτίδα τους τυφλώνει! Κι άλλη, κι άλλη! Και λούστηκαν στο φως. Ήλιος! Και μαζί αεράκι και οι ευωδιές από τα αγριολούλουδα! Μα τι είναι αυτό που ακούγεται; Φωνές, επιφωνήματα θαυμασμού! «Α, τι υπέροχος!». Άνθρωποι πολλοί που θαύμαζαν ξανά μετά τόσους αιώνες το μαρμάρινο αγόρι. Που αναρωτιόνταν ξανά μετά τόσους αιώνες για το άλλο αγόρι, εκείνο που για χάρη του σμιλεύτηκε στο μάρμαρο ο Κούρος. Ήταν αρχαιολόγοι και άλλοι πολλοί. Πιάσαν όλοι μαζί προσεκτικά το χαμογελαστό Κούρο και τον σήκωσαν. Ξανά όρθιος μετά τόσους αιώνες! Μετά μάζεψαν με προσοχή τα οστά του αγοριού που κάποτε αγαπούσε τα όπλα. Βρήκαν δίπλα του την ασπίδα του φαγωμένη από το χρόνο. Και το ακόντιο του. Και την πανοπλία του. Τα όπλα του που δεν τα αγαπούσε πια. Όλα σκουριασμένα και σχεδόν κατεστραμμένα. Τα μάζεψαν και αυτά.
Τα δυο αγόρια ανασκίρτησαν। «Και τώρα που μας πάνε; Θα μας χωρίσουν άραγε;» «Μα δε γίνεται αυτό», απάντησε φοβισμένος ο Κούρος। «Εγώ φτιάχτηκα για να σε συντροφεύω και να σε θυμίζω στους ανθρώπους που με βλέπουν!» Τον πήρανε τον Κούρο. Τον έστησαν σε ένα ωραίο μουσείο μαζί με πολλά άλλα εκθέματα. Πολλοί επισκέπτες τον κοίταζαν με θαυμασμό, άλλοι απλά τον γυρόφερναν με περιέργεια, σχεδόν κανείς όμως δεν σκεπτόταν το φίλο του, το αγόρι που κάποτε αγαπούσε τα όπλα, ούτε και ξέρανε την ύπαρξη του. Εκείνος πάντα συνέχιζε να χαμογελά. Αλλά τα βράδια, όταν το μουσείο κλείδωνε τις πόρτες του και μέναν μόνα τους τα αγάλματα, ο Κούρος έπαυε να χαμογελά, γιατί του έλειπε ο φίλος του. Πού ήταν; Κανείς δεν ήξερε. Ίσως σε κάποιο υπόγειο του μουσείου ή σε κάποια αποθήκη. Μα πώς μπόρεσαν να τους χωρίσουν; Ένα δάκρυ κύλησε στο μαρμάρινο μάγουλο του. Κι ύστερα άρχισε πάλι να χαμογελά. Σκέφτηκε πως περνώντας οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι αιώνες ίσως ξανάβρισκε το φίλο του, το αγόρι που κάποτε αγαπούσε τα όπλα, μα τώρα δεν τα αγαπούσε καθόλου. Έτσι κι αλλιώς ήταν αθάνατος. Είχε όλο τον καιρό δικό του να περιμένει και να ελπίζει. Μια αιωνιότητα!
___________________________________________________________________
Ετικέτες Παραμύθια για μικρούς και για μεγάλους
Απο την μπλόγκερ
Κλεοπάτρα και Μινγκ
Κάποτε αναρωτήθηκε γιατί άραγε βρίσκεται εκεί. Και ανακάλυψε πως ένα άλλο αγόρι, που δε ζούσε πια, αλλά που ήταν εξίσου όμορφο με αυτόν, βρισκόταν παραδίπλα δίχως ήλιο, φως , αγέρα, βροχή. Εκείνος ο νέος κάποτε τα χαιρόταν όλα τούτα. Του άρεσε μάλιστα να παλεύει με άλλα αγόρια στην παλαίστρα, να γυαλίζει την ασπίδα του, να ρίχνει το ακόντιό του. Ήρθαν όμως δύσκολοι καιροί και ανακάλυψε πως έπρεπε να παλεύει με άλλα αγόρια από άλλα μέρη και να ρίχνει το ακόντιο, όχι όμως πια για παιγνίδι. Τον έστειλαν να πολεμήσει άλλα όμορφα αγόρια. Και τώρα δε γέλαγε και δε χαιρόταν. Δεν του άρεσαν πια τα όπλα, αλλά ήταν πολύ αργά. Ένα ακόντιο όμοιο με το δικό του τον χτύπησε και μόλις που πρόλαβε να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο και να νιώσει το απαλό αεράκι να του χαϊδεύει το πρόσωπο και να μυρίσει τα αγριολούλουδα γύρω του, καθώς σωριαζόταν καταγής. Έφυγε από τον κόσμο αυτό και πήγε σε έναν άλλο κόσμο μακριά από τους γονείς του, τους φίλους του, την πόλη του, τα λουλούδια, τον αέρα, τη βροχή.
Οι γονείς του απαρηγόρητοι τον έβαλαν να κοιμηθεί για πάντα. Θρηνούσαν για το αγόρι τους που δεν μπορούσε να δει, να μιλήσει, να γευτεί, να μυρίσει. Δεν ήξεραν πια τι να του προσφέρουν, για να χαρεί. Ώσπου κάθισαν και σκέφτηκαν να παραγγείλουν να τους φτιάξουν ένα όμορφο σαν το αγόρι που χάσανε άγαλμα, τον Κούρο. Ένα αγόρι που θα ήταν αθάνατο σε αντίθεση με το δικό τους αγόρι και που θα χαιρόταν για πάντα το φως, τον αέρα, τις βροχές. Ακόμα θα συντρόφευε το γιο τους που είχε φύγει μακριά τους. Ένας γλύπτης λοιπόν έβαλε όλη του την τέχνη και το συναίσθημα και να! Δημιουργήθηκε ο Κούρος! Τον στήσανε σε ένα βάθρο δίπλα από εκεί που ήταν ξαπλωμένο για πάντα το αγόρι τους, που του άρεσε κάποτε να παίζει με τα όπλα.
Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια και θαύμαζαν οι άνθρωποι το χαμογελαστό μαρμάρινο αγόρι, τον Κούρο. Και θυμόντουσαν βλέποντας τον το άλλο αγόρι, που αγαπούσε τα όπλα κάποτε και τώρα βρισκόταν ξαπλωμένο παρακεί. Κι έτσι κοιτώντας τον Κούρο παρηγοριόνταν οι γονείς και οι φίλοι του αγοριού, που δεν ήταν πια μαζί τους. Και μετά από πολύ-πολύ καιρό, όταν έπαψαν πια να υπάρχουν κι αυτοί, θαύμαζαν οι περαστικοί τον όμορφο Κούρο κι αναρωτιόνταν για ποιο ωραίο αγόρι, που δε ζούσε πια, είχε φτιαχτεί. Εκείνο που δεν ήξεραν είναι πως με τον καιρό τα δυο παιδιά έγιναν φίλοι. Έλεγε ο Κούρος στο αγόρι κάτω από το χώμα τι έβλεπε, τι μύριζε, τι ένιωθε, όταν τον άγγιζε ο ήλιος και ο αγέρας και η βροχή. Κι έλεγε το αγόρι κάτω από το χώμα στον Κούρο πώς είναι να μπορείς να κινείσαι, να σταματήσεις να χαμογελάς, να κλαις, να αγαπάς, να διαλέγεις. Έτσι έδινε ο καθένας στον άλλο αυτό που του έλειπε.
Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι αιώνες και γίνονταν όλο και περισσότερο φίλοι τα δυο παιδιά, ο μαρμάρινος Κούρος και ο νέος που κάποτε αγαπούσε τα όπλα. Ώσπου ξάφνου ένας δυνατός σεισμός τράνταξε τον Κούρο και τον έριξε από το βάθρο του. Έχασε για λίγο την αιώνια γαλήνη του και δεν μπορούσε πια να κοιτάζει από ψηλά τους διαβάτες και τους αγρούς. Αλλά δεν τον πείραζε, γιατί τώρα άθελά του ξάπλωσε δίπλα από το αγόρι που κάποτε αγαπούσε τα όπλα. Ήταν πια πιο κοντά και τα λέγανε καλύτερα. Ύστερα ήρθαν καταιγίδες και νεροποντές και πάλι καταιγίδες και πάλι νεροποντές και ο Κούρος λίγο-λίγο σκεπάστηκε με το χώμα που παρέσυρε το νερό. Στην αρχή καλύφθηκε το μισό αριστερό του πόδι. Μετά όλο το δεξί του χέρι. Τέλος κρύφτηκε ολόκληρος κάτω από τη γη δίπλα από το φίλο του.
Και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι αιώνες, ώσπου ξάφνου τα δυο αγόρια ακούνε θόρυβο! Γκαπ, γκουπ! «Μα τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκαν. Κι όλο και πλησίαζαν οι χτύποι. Γκαπ, γκουπ! Περίμεναν με περιέργεια να δουν τι είναι αυτό που τους ανησυχεί. Οι ήχοι γίνονταν όλο και πιο δυνατοί, έρχονταν όλο και πιο κοντά. Και νά, ξαφνικά μια ηλιαχτίδα τους τυφλώνει! Κι άλλη, κι άλλη! Και λούστηκαν στο φως. Ήλιος! Και μαζί αεράκι και οι ευωδιές από τα αγριολούλουδα! Μα τι είναι αυτό που ακούγεται; Φωνές, επιφωνήματα θαυμασμού! «Α, τι υπέροχος!». Άνθρωποι πολλοί που θαύμαζαν ξανά μετά τόσους αιώνες το μαρμάρινο αγόρι. Που αναρωτιόνταν ξανά μετά τόσους αιώνες για το άλλο αγόρι, εκείνο που για χάρη του σμιλεύτηκε στο μάρμαρο ο Κούρος. Ήταν αρχαιολόγοι και άλλοι πολλοί. Πιάσαν όλοι μαζί προσεκτικά το χαμογελαστό Κούρο και τον σήκωσαν. Ξανά όρθιος μετά τόσους αιώνες! Μετά μάζεψαν με προσοχή τα οστά του αγοριού που κάποτε αγαπούσε τα όπλα. Βρήκαν δίπλα του την ασπίδα του φαγωμένη από το χρόνο. Και το ακόντιο του. Και την πανοπλία του. Τα όπλα του που δεν τα αγαπούσε πια. Όλα σκουριασμένα και σχεδόν κατεστραμμένα. Τα μάζεψαν και αυτά.
Τα δυο αγόρια ανασκίρτησαν। «Και τώρα που μας πάνε; Θα μας χωρίσουν άραγε;» «Μα δε γίνεται αυτό», απάντησε φοβισμένος ο Κούρος। «Εγώ φτιάχτηκα για να σε συντροφεύω και να σε θυμίζω στους ανθρώπους που με βλέπουν!» Τον πήρανε τον Κούρο. Τον έστησαν σε ένα ωραίο μουσείο μαζί με πολλά άλλα εκθέματα. Πολλοί επισκέπτες τον κοίταζαν με θαυμασμό, άλλοι απλά τον γυρόφερναν με περιέργεια, σχεδόν κανείς όμως δεν σκεπτόταν το φίλο του, το αγόρι που κάποτε αγαπούσε τα όπλα, ούτε και ξέρανε την ύπαρξη του. Εκείνος πάντα συνέχιζε να χαμογελά. Αλλά τα βράδια, όταν το μουσείο κλείδωνε τις πόρτες του και μέναν μόνα τους τα αγάλματα, ο Κούρος έπαυε να χαμογελά, γιατί του έλειπε ο φίλος του. Πού ήταν; Κανείς δεν ήξερε. Ίσως σε κάποιο υπόγειο του μουσείου ή σε κάποια αποθήκη. Μα πώς μπόρεσαν να τους χωρίσουν; Ένα δάκρυ κύλησε στο μαρμάρινο μάγουλο του. Κι ύστερα άρχισε πάλι να χαμογελά. Σκέφτηκε πως περνώντας οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι αιώνες ίσως ξανάβρισκε το φίλο του, το αγόρι που κάποτε αγαπούσε τα όπλα, μα τώρα δεν τα αγαπούσε καθόλου. Έτσι κι αλλιώς ήταν αθάνατος. Είχε όλο τον καιρό δικό του να περιμένει και να ελπίζει. Μια αιωνιότητα!
___________________________________________________________________
Ετικέτες Παραμύθια για μικρούς και για μεγάλους
Απο την μπλόγκερ
Κλεοπάτρα και Μινγκ
50 σχόλια:
Φιλακια Σκρουτζακο μου!
Τι υπέροχο παραμύθι...
Ταξίδεψα σε εκείνη την εποχή...
Να είσαι καλά Σκρουτζάκο.
κάτι μάθαμε πάλι....
καλό βράδυ...
ΚΑΛΩΣ ΤΗ ΦΙΛΗ Ρίκη Ματαλλιωτάκη ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ.
ΟΝΤΩΣ ΥΠΕΡΟΧΟ ΦΙΛΗ ΜΟΥ Savvina ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΠΕΡΝΑΣ ΑΠΟ ΕΔΩ.ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ.
ΚΑΛΩΣ ΤΗ ΦΙΛΗ ΦΟΥΛΗ.ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ.ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕΣ.ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ.
Πολύ όμορφο και ευαίσθητο!
Σήμερα μας συγκίνησες!
Τα θαλασσινά μου!
Πολύ όμορφη η ιστορία σου!
Καλησπερούδια Skroutzako!
Ωραίο παραμύθι δεν το ήξερα,πολύ καλό για τα παιδιά που έμεσα τους μαθαίνει ιστορία!
Σκρουτζάκο μου σε ευχαριστώ για το υπέροχο παραμύθι!!
Να σαι καλά!!
Καλό σου βράδυ!
Την καλησπερα μου Σκρουτζακο!!!!
ωραιότατο, φίλτατε! Να έχεις ένα όμορφο Σαββατοκύριακο!
Μόνος σου την έφτιαξες; Πραγματικά όμορφη ιστορία.. :):) και συγκινητική..
Καλησπέρα,
πάντα με τα ωραία σου παραμύθια
να είσαι καλά
Καλό βράδυ.
Σε ευχαριστώ που τίμησες ένα από τα παραμύθια μου αναρτώντας το στο ιστολόγιό σου.
Παρεπιπτόντως με κάνουν να χαμογελώ τα 13 σχόλια στο blog σου για το παραμύθι μου "Ο Κούρος και το αγόρι που αγαπούσε τα όπλα", ενώ στο δικό μου δεν υπάρχει ούτε ένα για το ίδιο παραμύθι.
ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΦΙΛΗ zoyzoy ΠΟΥ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ.ΤΟ ΑΝΤΕΓΡΑΨΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΠΛΟΚΕΡ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΚΑΙ ΜΙΝΓΚ.ΤΟ ΕΧΩ ΒΑΛΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟ ΛΙΝΚ.ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ.
ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΗ ΦΙΛΗ Venea.ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ.
ΣΙΓΟΥΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΦΙΛΗ rena ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΤΟ ΛΙΝΚ ΠΟΥ ΕΧΩ ΒΑΛΕΙ ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΜΕΡΟΣ.ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ.
Ω!!!!!!!!!!ΚΑΛΩΣ ΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΕΛΕΝΑ.ΤΕΛΙΚΑ ΑΡΕΣΕΙ ΣΕ ΑΡΚΕΤΟΥΣ.ΤΟ ΠΗΡΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΠΛΟΚΕΡ.ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ.
ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΦΙΛΗ neli ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕΣ.
Ω!!!ΚΑΛΩΣ ΤΟ ΦΙΛΟ Gi Gaga Kouni Beli ΑΙΣΘΗΤΗ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΣΟΥ.ΚΑΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΝΑ ΕΧΕΙΣ.ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ.ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΙΝΚ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ.ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ.
ΚΑΛΩΣ ΤΟ ΦΙΛΟ Hfaistiwnas ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΦΤΙΑΞΑ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ.ΤΗΝ ΠΗΡΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΠΛΟΚΕΡ.ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΘΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟ ΛΙΝΚ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ.ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ.
Ω!!!!!!!!!!ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ ΑΠΟ ΕΔΩ Κλεοπάτρα και Μινγκ ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΟΥ.ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΟΥ ΚΑΤΑ ΤΥΧΗ ΤΟ ΒΡΗΚΑ ΚΑΙ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΑΡΚΕΤΑ.ΚΑΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΝΑ ΕΧΕΙΣ.
Καλησπερα φιλε μου σκρουτζακο.Σ'ευχαριστω για ακομα μια φορα για την επισκεψη σου.Περασα να σου πω οτι δυστυχως υπαρχουν και πολλα αλλα που δεν ξερουμε.Οπως εγω δεν ηξερα για την επιληψια και δυστυχως την αντεπιζω στο κουταβι μου και ειναι μολις 8 μηνων.Τελος παντων.Αρκετα με τα δικα μου.Πολυ καλο το παραμυθι σου.Μπραβο σου.Καλα να περνας.Καλο σου βραδυ.
Σκρουτζακο τι όμορφο και τρυφερό παραμύθι μοιράστηκες μαζί μας σήμερα.
Να'σαι καλά!
Φιλιά
πολύ όμορφο σκρουτζακο..!
άντε ξεκίνα πάλι τα ανέκδοτα γιατι δεν μας βλέπω καλά...
καλο φθινόπωρο να έχουμε!!
και καλό Σαββατοκύριακο!!!!
καλημέρααααααααααα :)))
Πολύ τρυφερό και ευαίσθητο το παραμύθι όπως και συ φίλε μου...
Να είσαι καλά.
Φίλε μου σε ευχαριστώ
καλό Σ/Κ
Πολύ όμορφο παραμύθι.
Να είσαι κάλα.
Πολύ όμορφο παραμύθι Σκρουτζάκο μου!....
Πάντα όμως μας κάνεις να διαβάζουμε όμορφα και χρήσιμα πράγματα, εδώ μέσα!
Να είσαι καλά και καλό Σ/Κ.
Είναι γεγονός πως από παραμύθια δε γνωρίζω πολλά οπότε έρχομαι εδώ κι αυξάνω τις γνώσεις μου... Να 'σαι καλά φίλε μου και καλό Σαβ/κο από αύριο για το διήμερο...
Καλημέρα.Όμορφο το παραμύθι σου.Μάθαμε και κάτι.
Καλησπέρα Σας!Αρκετά ασθμαίνω ν και καθυστερημένος επισκέπτομαι για πρώτη μου φορά το αξιολογότατο και πλούσιο από ιδέες, χρώμα και χρήμα ιστολογιό Σας,αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ όμως θα λεγα εγώ σαν δικαιολογία!'Έγινα αναγνώστης Σας αμέσως και επιστρέφοντας δεν βρήκα email και καταφεύγω στο χώρο των σχολίων για να Σας προσκαλέσω στο νέο μας φτωχικό στη Δ/νση:http://www.thema-xronou.gr ;Όπου θα είναι χαρά και τιμή για μας να Σας καλωσορίσουμε και να Σας γνωρίσουμε ότι προτιθέμεθα να Σας τοποθετήσουμε στ αγαπημένα μας,αν βέβαια δεν έχετε αντίρρηση,με την παράκληση αν δεν Σας κάνει κόπο και το επιθυμείτε κι εσείς να ανταποδώσετε τα δέοντα...
Με θερμές εκ των προτέρων ευχαριστίες,διατελούμε με βαθιά εκτίμηση,ευχόμενοι Καλό Σαββατοκυριακο ολοψυχως!
Χ Σ ΖΗΣΑΚΗΣ(ΓΡΑΦΕΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ)
ΚΑΒΑΛΑ
Πολύ καλό. Καλό Σ/Κ.
μου άρεσε πάρα πολύ. Αλλά δεν ήθελα να τους χωρίσουν. Να ξέρεις εγώ είμαι σαν τα παιδιά, μου αρέσει το ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, αλλιώς στεναχωριέμαι.
Σκρουτζάκο, πάμε να ψάξουμε το αγόρι, έλα.... κρίμα είναι για τον Κούρο που δεν χαμογελάει τα βράδια, σήκω ντε...
ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΦΙΛΗ puppy-doggy ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΤΗ DaisyCrazy ΟΝΤΩΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ.ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ.
Ω!!!!!ΚΑΛΩΣΤΗΝ ΤΗΝ Katerina ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΕΣ.ΚΑΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΝΑ ΕΧΕΙΣ.
ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΦΙΛΕ ΞΗΜΕΡΑΚΗΣ ΦΑΝΗΣ
ΚΑΛΩΣ ΤΟ Marios ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΣ .ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ.
ΚΑΛΩΣ ΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΤΗΝ Eva F ΣΥΜΦΩΝΩ ΟΤΙ ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΕΙΝΑΙ ΧΡΗΣΙΜΑ.ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ.
ΚΑΛΩΣ ΤΟΝ ΚΑΛΟ ΜΟΥ ΦΙΛΟ Diatton ΟΤΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΓΙΑ ΜΑΣ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ.ΠΑΝΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΟΥ.ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ.
Ω!!!!!!!ΚΑΛΩΣ ΤΟ συνvεφάκι ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΤΟ ΦΙΛΟ KOSTAS PAP ΚΑΛΟ Σ/ΚΟ ΚΑΙ ΣΕ ΣΕΝΑ.ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ ΑΠΟ ΕΔΩ Γραφεας Πεζικου ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΟΥ ΛΟΓΙΑ.ΚΑΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΜΕ ΥΓΕΙΑ.ΘΑ ΕΡΘΩ ΑΠΟ ΕΚΕΙ.
ΚΑΛΩΣΤΗΝ ΤΗ ΦΙΛΗ My little Prince ♕ Nikolas ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΘΕΛΑΜΕ ΑΛΛΑ ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ.ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΣ.
Καλή βδομάδα με πολλά χαμόγελα! Τα χρειαζόμαστε στους δύσκολους καιρούς!
Σκρουτζάκο σε ευχαριστώ,μου φτιάχνεις τη διάθεση!
Δευτερολογώ γιατί, μια κι έγινε λόγος για τα αγάλματα, θα ήθελα να προσθέσω ότι έχουν τη δική τους ιστορία, τη δική τους συμπεριφορά, τη δική τους ζωή... Για του λόγου το αληθές, θα μπορούσες να πας κι εδώ αν έχεις χρόνο...
http://diattonsworld.blogspot.com/2009/01/blog-post_4486.html
Καλό σου μεσημέρι φίλε μου...
ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ ΦΙΛΗ ΜΟΥ 50fm ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΣ.
ΚΑΛΩΣ ΤΟΝ ΚΑΛΟ ΜΟΥ ΦΙΛΟ Diatton ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΩ ΕΚΕΙ ΤΩΡΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ.ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ.
Δημοσίευση σχολίου